Δόθηκαν εξηγήσεις εκατέρωθεν και η Αριάδνη το συμπέρασμα που έβγαλε ήταν ότι ο Αιμιλιανός αν ήταν στην Ελλάδα και δεν ήταν ένας σωσίας του, έκανε αυτή τη διαδρομή μέχρι το σπίτι της κάνοντας ένα είδος προσκυνήματος στη χαμένη του αγάπη του, για το πώς γνωρίστηκαν. Το ερώτημα όμως που την απασχολούσε ήταν γιατί ενώ έφθανε μέχρι το σπίτι της δεν της κτύπησε την πόρτα αφ’ ενός και βέβαια γιατί ενώ είδε την Κλαίρη, δεν της μίλησε. Και κάτι άλλο βασικό: Να ήταν η μοναδική φορά που έκανε αυτή τη διαδρομή;
Αν συνέβαινε αυτό, τότε ναι, το Σύμπαν τούς έπαιζε παιχνίδια. Αλλά για κάποιο λόγο που μόνο κείνο γνώριζε, τελικά κιότεψε, υπαναχώρησε και λίγο ακόμα όχι μόνον δεν θα συνέβαινε μια ευτυχισμένη επανασύνδεση, αλλά θα είχαμε και μια ρήξη οριστική ανάμεσα στις δυο στενές φίλες.
Κάθισαν λοιπόν οι δυο τους ψύχραιμα και νηφάλια και έστησαν το δικό τους παιχνίδι, το δικό τους σχέδιο. Αποφάσισαν καθημερινώς την ίδια πάντα ώρα η Κλαίρη να κάνει την ίδια διαδρομή με το μετρό των 9 μ.μ., βρέξει χιονίσει, που λένε. Σχέδιο διάρκειας ενός μηνός. Αν η υποψία που πέρασε από το μυαλό τους είχε μια βάση, τότε τον Αιμιλιανό θα τον ξανάβλεπαν. Και το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή την ίδια κιόλας ημέρα…
Δεν έπεσαν έξω. Την ίδια εκείνη ημέρα η Κλαίρη είδε αυτόν που τέλος πάντων νόμιζε ότι ήταν εκείνος. Η καρδιά της να κτυπάει τόσο γρήγορα που για μια στιγμή φοβήθηκε ότι τόσο γρήγορα που κτυπούσε τόσο και γρήγορα θα σταματούσε τους κτύπους της μην αντέχοντας αυτόν τον φρενήρη ρυθμό της. Πολύ θέλει ο άνθρωπος, λες;
Εκείνος δεν ήταν μόνος. Πάλι μαζί του η νόστιμη κοπελίτσα που ήταν και την άλλη φορά. Φαινόταν να του επιδαψιλεύει τέτοιες περιποιήσεις που η Κλαίρη απόρησε. Αν συνέβαινε το αντίθετο να το καταλάβαινε, μα τούτο δω ήταν μα την αλήθεια too much, σκεπτόταν η Κλαίρη μένοντας κυριολεκτικά μαρμαρωμένη. Και όταν σαν σε όνειρο, τους είδε να σηκώνονται για να κατέβουν στη γνωστή στάση, σηκώθηκε και αυτή μηχανικά κάνοντας το ίδιο. Αισθανόταν τη ζωή της να φεύγει από το κορμί της λεπτό το λεπτό, χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα.
Χρειαζόταν την επαλήθευση της Αριάδνης που περίμενε εκεί έξω. Τους είδε. Το βλέμμα του Αιμιλιανού φευγαλέα ακούμπησε πάνω της χωρίς να την αναγνωρίσει ακριβώς όπως είχε συμβεί και με τη φίλη της. Μαρμάρωσε η κοπέλα. Μόλις που πρόλαβε να πιάσει την Κλαίρη αγκαλιά και να τη σπρώξει να καθίσει στο παγκάκι πριν της πέσει κάτω λιπόθυμη.
«Κουράγιο μωρό μου, κουράγιο» της ψιθύρισε ξέπνοα. «Δεν γίνεται, κάποια εξήγηση θα πρέπει να υπάρχει. Ωραία, σήμερα δεν του μιλήσαμε. Ίσως μας απέτρεψε η παρουσία του κοριτσιού. Μα την επόμενη φορά, είτε με κορίτσι είτε χωρίς, εγώ θα του μιλήσω αν και νομίζω ότι ΕΣΥ πρέπει να κάνεις αυτή την κίνηση».
Στις δύο κοπέλες πάντως είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν τι ήταν ακριβώς αυτό το κάτι, όμως και οι δυο τους το ένιωθαν. Μια κάποια αστάθεια στο βάδισμα του άντρα, οι υπερβολικές περιποιήσεις της κοπέλας, τα Γαλλικά της, το βλέμμα εκείνου το λίγο χαμένο και το χαμόγελο που έδειχναν άλλοτε τα μάτια του, ανύπαρκτο.
Ίσως πάλι να ήταν και η ιδέα τους.
Ξαφνικά η Αριάδνη το εντόπισε.
«Κλαίρη, άκουσέ με. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην είναι αυτός. Είναι ΑΥΤΟΣ, κορίτσι μου. Με είδε έστω και φευγαλέα και δεν με γνώρισε. Τι διάβολο, τόσο πολύ αλλάξαμε και οι δυο μας μέσα σε μια πενταετία; Το ερώτημα όμως που γεννάται είναι: ΜΑΣ ΕΙΔΕ;;;;»
«Τι λες, κορίτσι μου; Τι θα πει μας κοίταξε, αλλά δεν μας είδε;;;»
«Αυτό που εννοώ. Είτε το μυαλό του είναι συνεχώς αλλού κι αλλού, είτε δεν μπορούσε να μας δει, γιατί απλά δεν βλέπει».
«Μα εσύ θα με τρελάνεις. Αριάδνη μου, τι λες; Ο Αιμιλιανός είναι τυφλός; Αυτό μου λες;»
«Δυστυχώς αυτό σου λέω και μακάρι να κάνω λάθος».
Οι δύο κοπέλες αναστατωμένες αποφάσισαν να συνεχίσουν το σχέδιό τους της παρακολούθησης του μετρό των 9.
Ένα άλλο ερώτημα που τις βασάνιζε ήταν γιατί κατέβαινε στη στάση του σπιτιού της Αριάδνης και πού πήγαινε; Απ’ ό,τι ήταν σε θέση να ξέρει ούτε αυτή ούτε αυτός είχαν γνωστούς στην περιοχή.
Το επόμενο βράδυ επαναλήφθηκε η ίδια σκηνή. Όταν η Κλαίρη μπήκε στο βαγόνι της, ήταν εκεί τόσος πολύς κόσμος που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν εκείνος ήταν μέσα. Όσο όμως περνούσαν οι στάσεις και το μετρό αποφορτίζονταν, τον πήρε το μάτι της να κάθεται στην ίδια του θέση συνοδευόμενος από την ίδια κοπέλα.
Την πόνεσε η καρδιά της.
Πόσο εύκολα την αντικατέστησε στην καρδιά του! Φαινόταν ξένη και ήταν όμορφη. Μα και η Κλαίρη θυμόταν ότι ένα βράδυ πέντε χρόνια πριν, της είχε πει ότι δεν είχε δει στη ζωή του ωραιότερη κοπέλα. Λόγια, λόγια! Λόγια ενθουσιασμού και μόνο. Αλλά εκείνη πίστεψε την κάθε λέξη του και τον αγάπησε απεριόριστα. Να γιατί πονούσε τόσο πολύ τώρα.
Όσο πλησίαζε η στάση της Αριάδνης τόσο η Κλαίρη αισθανόταν να φεύγει η ζωή της από την αγωνία. Και η σκηνή επαναλήφθηκε σαν σε καρμπόν. Οι ίδιες περιποιήσεις της κοπέλας, το ίδιο κενό βλέμμα εκείνου.
Όταν το ζευγάρι κατέβηκε, η Κλαίρη τούς ακολούθησε μεν, μα δεν αισθανόταν καλά. Κάτι σαν επερχόμενη λιποθυμία ένα πράγμα και έως ότου την πλησιάσει η Αριάδνη η Κλαίρη μηχανικά έβγαλε από την τσάντα της το spray άρωμά της να ψεκάσει το πρόσωπό της με blaze, το άρωμα που ήταν σήμα κατατεθέν της, που εκείνος το λάτρευε. Συνήθιζε να της λέει, ότι και με κλειστά μάτια να ήταν, και μόνος, όταν μύριζε το άρωμά της, ήξερε ότι κάπου κοντά ήταν και η Κλαίρη.
Λένα Μούλιου
Μου κίνησε την περιέργεια να το διαβάσω απ’ την αρχή. Καλή ανάγνωση σε όλους!
Είναι πράγματι ενδιαφέρον.
Και τα comments σας είναι ενδιαφέροντα και σας ευχαριστώ από καρδιάς…