«Όπως παλιός τεχνίτης πέτρας
Ηπειρώτης»
με το μεράκι άκρατο
που χτίζει τ’ αγεφύρωτο,
έτσι «μεταχειρίζεσαι τις λέξεις»
κι όλο σταλάζουν ίδρωτα
και μοναξιά.
Αγγίζουν της διάψευσης τη διδαχή
τη θλίψη, το εύθραυστο τ’ ονείρου.
Λένε, για να βλαστήσει ο καιρός
ισχνή η ελπίδα, τ’ όνειρο λειψό.
Ζυγίζουν και τη βουκέντρα και τ’ αλέτρι
καταπονούν την άρθρωση
και κάμνει ο τένοντας του ποιητή.
Στον ίσκιο των καιρών
οι λέξεις σου αναγομώσεις
στο άνυδρο, στο εφήμερο,
αποζητούν τον μίτο και ανακράζουν:
Αυτή η μέρα διάτρητη
εγκάθετη η νύχτα
«γυμνές οι βεβαιότητες
σφαδάζουν.»
Το εφήμερο της ομορφιάς
και το δυσοίωνο του Κάλχα,
με τα πανιά της εύνοιας
οι στίχοι σε καλούνε να διαβείς.
Είναι οι λέξεις σου ακριβείς
στη θέση που αρμόζουν
γδέρνουν της αυταρέσκειας
το νωδό χαμόγελο.
Είναι τη νύχτα συντροφιά
στους ασυντρόφευτους
στις λίστες των απωλεσθέντων.
Ανασηκώνονται τις νύχτες
-έτσι όπως ο πατέρας σου
από το κρεβάτι του
κοιτώντας το ταβάνι-
και αναπαράγουν τη φωνή του.
Πάρε με, λένε
πάρε με
και έπεσαν, σίγησαν
κι ο αγέρας του αμετάκλητου
απώλειας αντηχείο
σφυρίζει στο κορμί σου.
Μα τούτο το υφαντό με λέξεις,
της αντοχής σου μοιάζει
σαν στροβιλίζεσαι
«στο αλκοολούχο απρόσμενο»
σαν μέσα στη νυχτιά
αλχημιστής
«γραδάρεις με τις ώρες
τα οξέα του ποιήματος.»
(Για την ποιητική συλλογή του ποιητή Τάσου Σ. Μάντζιου «Τα οξέα του ποιήματος», έκδοση Έλευσις και Υδράνη, 2018)