Καθόταν στο γραφείο με το φως της λάμπας να τρεμοπαίζει… όπου να ‘ναι θα εγκατέλειπε τη λάμψη της. Μήνες τώρα ήταν μόνιμα ανοιχτή, μιας και η κοπέλα που διάβαζε είχε εξεταστική.
Δίπλα στο κρεβάτι της κοιμόταν ήσυχη η μητέρα της. Χτυπημένη εκείνη από την κακιά αρρωστια, της έκανε παρέα. Η Μυρτώ ένιωθε πως κατακλυζόταν από πολλά. Διάβασμα, να προσέχει τη μητέρα της, και το μεγάλο της όνειρο. Να γίνει συγγραφέας… Αυτό ωστόσο δεν ήξερε πότε θα γινόταν και αν θα γινόταν πραγματικότητα.
Την επομένη θα έδινε τα γραπτά και θα ξεμπέρδευε. Θα έφευγε το ένα άγχος. Tο ραδιοφωνάκι έπαιζε απαλά μουσική, έτσι για να αυτοσυγκεντρώνεται, αλλά δεν άντεχε άλλο. Εκλεισε τα βιβλία και πήρε το τετράδιο με τα ποιήματα. Αρχισε να γράφει σκεφτόμενη την αγαπημένη της μάνα.
ΦΟΒΟΙ
Φυσά απόψε ο άνεμος με μανία,
Οσα σε θυμίζουν γύρω μου φαντάσματα,
Βρέχεται η ψυχή μου απ’ το δάκρυ, και δεν έχω ομπρέλα ν΄ ανοίξω,
Ό,τι μπορέσει να κρατήσει να σωθώ,
Ίσως και να πρέπει να χαθώ αφού δεν σ’ έχω…
Τελειώνοντας το ποίημα, κάηκε και η λάμπα σαν μικρό σημάδι.
“Κοίτα να δεις”, σκέφτηκε.
Με την αναστάτωση ξύπνησε και η μητέρα της.
“Τι έγινε;”
“Τίποτα, κοιμήσου. Η λάμπα κάηκε”, της είπε.
“Διάβασες;”
“Διάβασα”.
“Πού είναι αυτός ο πατερας σου δέκα η ώρα;”
“Θα του βάλω εγώ να φάει, κοιμήσου εσύ”. Την έβλεπε κουρασμένη.
“Αχ, να προλάβει να δει το βιβλίο, να προλάβει…” σκέφτηκε η Μυρτώ.
Νομιζε πως δεν την ακουγε και ψιθύρισε στο τηλέφωνο που μολις χτύπησε.
“Της είπανε σήμερα να μεινει μέσα στο νοσοκομείο, αλλα εκείνη γύρισε πίσω με δική της ευθύνη…”
“Γιατι, ρε;” ρώτησε η κολλητή της.
“Δεν ξέρω, δεν μου λέει, σε αφήνω τώρα γιατι ψιλοκουνιέται μη μ΄ ακούει”.
Μόλις εκλεισε το τηλέφωνο, η μητέρα τής απάντησε γλυκα.
“Για να μη φοβάσαι… γι΄ αυτό δεν έμεινα…”
Την κοίταζε κι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της.
“Εις βάρος της υγείας σου σκέφτεσαι εμένα;” ρώτησε η Μυρτώ. Δεν της απάντησε. Μόνο της είπε: “Έλα, διάβασέ μου λίγο που μου αρέσει”.
Της διαβασε αρκετά ποιήματα. Το πρόσωπό της φωτίστηκε παρ’ όλη την αδυναμία της.
“Την ευχή μου, παιδί μου, της είπε… τι ωραία γράφεις…”
Ο καιρός πέρασε, η μητέρα έφυγε, αλλά το βιβλίο σύντομα εκδόθηκε. Η δική της ευχή δεν έπιασε, δεν το είδε, δεν πρόλαβε, αλλά ένιωθε οτι οι πόρτες που ανοίγανε εύκολα για κείνη ήταν κάτι μαγικό, ήταν η ευχή της μάνας.
Εύη Καφούρου
Μια όμορφη τρυφερή και βαθιά ανθρώπινη ιστορία. Μου άρεσε πολύ!Θερμά συγχαρητήρια, κ. Καφούρου!
Ζεστό, συγκινητικό και ανθρώπινο.
Συγκινητικη αλλα σου αφηνει ενα χαμογελο στο τελος… Για την μαμα μου και την κορη μου.
Μικρό και καλό. Συγκινητική ιστορία