Κοντά στη στάση των Αεροπόρων το τρομερό αυτό μνημείο του εμφύλιου πολέμου που σημάδεψε την πατρίδα μας στα τέλη της δεκαετίας του 40, η μοίρα το ’φερε να κατοικεί ο Ηλίας. Βέβαια η λέξη «κατοικεί» προϋποθέτει οικία και το κατάλυμα του Ηλία μόνο σπίτι δεν ήταν. Εκεί δίπλα στο ρέμα φύτρωνε το καλύβι του, το τσαρδί του Λιάκου όπως το λέγαμε, τέσσερις τοίχοι χωρίς θεμέλια, ένα δωμάτιο με μια μικρή κουζινούλα όλο κι όλο και μια τσίγκινη στέγη που χτυπούσε δαιμονισμένα όταν ο βαρδάρης αποφάσιζε να διαβεί από τη γειτονιά μας.
Γύρω από το ερείπιο, σκουριασμένο κοτετσόσυρμα φύλαγε τις λιγοστές πουλάδες από τους πειναλέους της περιοχής. Το μικρό οικόπεδο κατηφόριζε ελεύθερα προς το ρέμα μέσα από ένα δάσος από τεράστιες αγριομολόχες και φαρμακερές τσουκνίδες. Πράγμα περίεργο οι τοίχοι του ήταν πάντα φρεσκοβαμμένοι και παστρικοί. Τα βράδια γέμιζαν με κόκκινα συνθήματα από αόρατο χέρι και το πρωί μπογιατζήδες σταλμένοι από την Ασφάλεια τους περνούσαν δυο- τρία χέρια μπογιά να πάψουν τα άτιμα τα ντουβάρια να μιλούν, να ξεσηκώνουν τον κοσμάκη με «ελευθερία», «λαϊκή κυριαρχία», «κάτω η χούντα» και άλλες τέτοιες απλές λέξεις που εκείνη την εποχή δεν μπορούσα να καταλάβω τη δύναμή τους.
Όπως το σπίτι, έτσι και η φαμελιά του Ηλία ήταν ένα ρημάδι. Οι παππούδες από νωρίς «στο κλαρί» πολέμησαν τους Γερμανούς παλεύοντας για μια καινούρια Ελλάδα, τουλάχιστον έτσι όπως την φαντάζονταν στο ονειροπόλο μυαλό τους. Μετά βρέθηκαν χωρίς καλά- καλά να το καταλάβουν να παλεύουν με Έλληνες. Με το τέλος του Εμφυλίου ζωσμένοι ακόμα με τα άρματά τους, σέρνοντας τα κουρέλια της ψυχής τους πέρασαν στους Ανατολικούς να σώσουν τη ζωή τους παρατώντας το παιδί τους τον Αχιλλέα στη Σαλονίκη, στην Παιδούπολη της Φρειδερίκης και δεν ματαγύρισαν στην πατρίδα, μιας και οι νικητές δεν συγχώρησαν ποτέ τους ηττημένους.
Ο Αχιλλέας με το τέλος του πολέμου προσπάθησε να ορθοποδήσει, έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη, έβαλε στη μπάντα πέντε δεκάρες, παντρεύτηκε από κεραυνοβόλο έρωτα και έκαμε τον Ηλία. Μόλις οι συνταγματάρχες άρπαξαν την εξουσία, πήρε το δρόμο της εξορίας για ένα νησί του Αρχιπελάγους σαν αμετανόητος – δεν είχε υπογράψει δήλωση βλέπεις και ο Ηλίας έμεινε με τη μάνα του εδώ πλάι στο ρέμα Καλιδοπούλου, σιμά στην στάση των Αεροπόρων να παλεύει για να ζήσει σε μια κοινωνία που δεν μπορούσε να ξεχάσει.
«Πάρε λίγο κιμά να τον πας το απόγευμα στον Ηλία. Και τσιμουδιά στη μάνα σου». Δεν μπορούσα τότε να μαντέψω τι ήταν αυτό που οδηγούσε τον παππού σε τέτοια γενναιοδωρία και μάλιστα σε μια εποχή που οι στερήσεις βασάνιζαν και το δικό μας σπιτικό. «Και δώσε του και λίγο από το ψωμί που ζύμωσε η μάνα σου». Φορτωνόμουν λοιπόν κάθε τόσο το ζεμπίλι με τα λιγοστά φαγώσιμα και τραβούσα ολοταχώς για το ερείπιο.
Η κυρα- Όλγα στεκόταν στην κουζινίτσα με το καλοσυνάτο στρογγυλό πρόσωπο και τα χέρια προσεκτικά τεντωμένα μακριά από το σώμα της να μην λερωθεί και λερώσει, πάντα με λαδωμένα δάχτυλα, πάντα κάτι να τηγανίζει, κάτι να ζεματά στον μεγάλο τέντζερη που όσο άντεχαν τα γόνατά της να ξενοπλένει σκάλες και πατώματα όλο και κάτι θα μαγείρευε μη στερηθεί ο κανακάρης της.
«Από τον παππού μου και καλή καρδιά», της έλεγα και το πρόσωπό μου έλαμπε, μιας και μοιραζόμουν τη χαρά της. Μπορεί η μάνα μου να ήταν η καλύτερη μαγείρισσα, μα τα κεφτεδάκια της κυρα-Όλγας… καλοψημένα και ζουμερά με μεγάλα κομμάτια γλυκό κρεμμύδι. «Στην πατρίδα μου δεν το ψιλοκόβουν», απολογούνταν. «Εμ βέβαια, το ξένο είναι διαφορετικό», γκρίνιαζε η μάνα μου που δεν μπορούσε να δεχτεί άλλη πιο άξια στη μαγειρική.
Παίρναμε λοιπόν τον κεφτέ πάνω στη φέτα του ψωμιού, να μοσχομυρίζει δυόσμο και κρεμμύδι και καθόμαστε με τον Ηλία στο παλιό ντιβάνι αργομασώντας με απόλαυση και διαβάζοντας περιοδικά, μιας και ο φίλος μου δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ από το τσαντίρι του να παίξει. Ήταν πολύ ντροπαλός βλέπεις, σαν κορίτσι, όπως έλεγε η μάνα του. Ξεφυλλίζαμε τα παλιά «Ρομάντσα», «τον Θησαυρό» και το «Πικρή, μικρή μου αγάπη» που τα έφερνε με τις αγκαλιές η κυρα- Όλγα, χαρίσματα από τα σπίτια που πάστρευε, ταξιδεύαμε σε καλοφωτισμένες πολιτείες, σε κοσμικά σαλόνια παρέα με καλοντυμένες κοπέλες φορώντας τις ακριβότερες κολόνιες, κόβαμε προσεχτικά όμορφες εικόνες και τις κολλούσαμε στα ντουβάρια, στην παγωνιέρα, στις σχολικές μας σάκες μεταμορφώνοντας το φτωχικό δωμάτιο σε Παρίσι, Λονδίνο, Αμέρικα. Τις Κυριακές που γυροφέρναμε αργόσχολοι, σκοτώναμε την ώρα μας παίζοντας «χαρτάκια» ντουβαράκι ή πλακωτό και χωρίζαμε αργά το μεσημέρι σχεδόν πάντα μουτρωμένοι μιας και πάντα ο ένας ήταν χαμένος και μόνιμα αδικημένος.
Τον Ηλία στο σχολειό που πήγαινε τον φώναζαν «Κόκκινο» γιατί στο δεξί του μάγουλο απλωνόταν σαν καλοσχηματισμένο νησάκι ένα κόκκινο σημάδι «εκ γενετής» όπως ο ίδιος εξηγούσε και όταν αναστατωνόταν, όταν θύμωνε ή χαιρόταν το σημάδι αυτό φούντωνε. «Δεν μπορείς να μου κρυφτείς, Κόκκινε» του έλεγα γελώντας, «ο σπιούνος στο μάγουλό σου σε μαρτύρησε».
Ο Ηλίας στο σχολείο πήγαινε και δεν πήγαινε. «Θα την χάσει τη χρονιά κυρα- Όλγα», προειδοποιούσαν οι δάσκαλοι που νοιάζονταν και συμπονούσαν, αλλά φοβούνταν κιόλας να ανακατεύονται με «σταμπαρισμένους», μιας και το καθεστώς δεν συγχωρούσε τέτοιες αποκοτιές, ιδίως σε ανθρώπους που η δουλειά τους ήτανε να πλένουν και να ξεπλένουν τα μυαλά των μαθητών. Και συνέχιζε ο Ηλίας να κάνει κοπάνες όπως τις έλεγαν τα παιδιά, γιατί τα περισσότερα πρωινά τον έβρισκαν στο κρεβάτι βυθισμένο σε ύπνο βαθύ, μιας και τα βράδια δούλευε σε μπουζουκομάγαζα της πόλης μας. Γιατί χόρευε ο Ηλίας ζεμπεκιά και μάλιστα πολύ καλά με τσαλίμια και σπασίματα και σήκωμα το πόδι και υφάκι μόρτη. Ήτανε και πιτσιρίκι δωδεκάχρονο, τρελαινόταν ο κόσμος, χτυπούσε παλαμάκια, σηκώνονταν οι μάγκες να χορέψουν, άναβε το γλέντι και έκανε είσπραξη το κουτούκι. Αργά το βράδυ έπαιρνε τον ανήφορο για την Άνω Πόλη για τα Κάστρα και άπλωνε το ταλέντο του σε γνωστά ρεμπετάδικα και φοιτητάδικα με τζουγκ -μποξ που στα μουλωχτά έπαιζαν και κανέναν Θοδωράκη, όταν βέβαια ήταν «καθαρά» από καρφιά και Ασφαλίτες! Έπεφτε η παραγγελιά, και ο Λιάκος περίμενε σε στάση προσοχής λίγα δευτερόλεπτα ανασαίνοντας αργά, έσπρωχνε τον σκούφο προς τα πίσω και με μισόκλειστα μάτια χόρευε με πάθος με το κόκκινο νησί στο δεξί του μάγουλο να φλογίζεται σαν φάρος στη νύχτα. Δεν ήταν πια το παιδί που δεν μιλούσε σε κανέναν, που κατέβαζε το κεφάλι έφταιγε – δεν έφταιγε, ήταν αϊτός που γυρόφερνε στην πίστα έτσι όπως οι παππούδες του ροβόλαγαν στα βουνά. Και να η υπόκλιση στο τελείωμα και ο σκούφος απλωμένος να μαζέψει το νυχτοκάματο, να βοηθήσει τη μάνα του που μάτωνε τα χέρια της τρίβοντας ξένα πατώματα.
Παίρνοντας καθημερινά το δρόμο της επιστροφής από το 1ο Πρότυπο Παιδαγωγικής Ακαδημίας, το σχολείο μου, περνούσα κι από το σχολείο του Ηλία κι αν τον πετύχαινα εκεί δα να χαζεύει σε καμιά βιτρίνα ή να χασομεράει «παίζοντας χαρτάκια», τον συμμάζευα και κάναμε μαζί τον δρόμο για τα σπίτια μας.
Χειμώνας ακόμα, βαρύς Σαλονικιότικος γεμάτος υγρασία να τρυπάει τα κόκαλα. Πάνω μου καπάκι ασήκωτο εκείνος ο αδιάφορος ουρανός χωρίς γραμμές μήτε σκιές με τα μουντά μονόχρωμα γκρι σύγνεφα μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι. Τάχυνα το βήμα να φτάσω μιαν ώρα αρχύτερα στην κουζινίτσα μας να απλωθώ στο παλιό μιντέρι να ρουφήξω ζεστασιά από τη σόμπα μέχρι να ανάψουν και να κοκκινίσουν τα αυτιά μου.
Στην οδό Δελφών πολύς ο κόσμος ακριβώς μπροστά στα ψιλικατζίδικο του κυρ Αντώνη! Φασαρία, φωνές, απειλές και φοβέρες και το πλήθος όλο κι αυγάταινε. Το ψιλικατζίδικο του κυρ Αντώνη που σήμερα είναι μεσιτικό γραφείο, τη δεκαετία του 60 ήταν στις δόξες του, ένας ζαχαρένιος παράδεισος, ένας μαγικός κόσμος για μας τα παιδιά με τους πάγκους γεμάτους γκοφρέτες απ’ αυτές με τις συλλεκτικές κάρτες που κολλούσες στα άλμπουμ για να πάρεις μπάλες φιναλίστ, παστέλια και καραμέλες όλων των λογιών και χρωμάτων μέσα σε διάφανα καλαμάκια να κάθεσαι χαζεύοντας με τις δραχμούλες σφιχτά στην παλάμη μην ξέροντας τι να πάρεις και τι ν’ αφήσεις. Γύρισα να φύγω μιας και οι καυγάδες των μεγάλων ποτέ δεν με συγκινούσαν, ίσα-ίσα με τρόμαζαν, αλλά σα να άκουσα, σαν κάτι να άκουσα: Μια αδύναμη παιδική φωνή ανάμεσα στις διαπεραστικές κραυγές των μεγάλων και την αναγνώρισα, ήταν η φωνή του Ηλία! Πλησίασα και προσπάθησα να ανοίξω δρόμο ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες που φώναζαν απειλώντας θεούς και δαίμονες. Με δυσκολία κατάφερα να φτάσω στο κέντρο του ανθρώπινου κύκλου που χειρονομούσε με υψωμένα τα χέρια στον γκρι ουρανό.
«Είσαι κλέφτης», έλεγε ο κυρ- Αντώνης «Είσαι κλέφτης, άρπαξες και έφυγες τρέχοντας, σε είδα, αφιλότιμε!» και έδειχνε τον Ηλία με ένα κοκαλιάρικο τεντωμένο δάχτυλο σαν να σημάδευε πουλί ακριβώς στην καρδιά. Ό Ηλίας είχε μαζευτεί, είχε μικρύνει, είχε γίνει τόσος δα λες και ήθελε να εξαφανιστεί από προσώπου γης, να βγάλει φτερά να πετάξει ψηλά να χαθεί στα σύγνεφα. Κοιτούσε αυτό το δάχτυλο- καρφί και ψιθύριζε συνεχώς τα ίδια λόγια: «Δεν το ’κανα εγώ, θείο, δεν ήμουν εγώ, λαθεύεις και θα με πάρεις στο λαιμό σου». Το κόκκινο σημάδι στο μάγουλο, αυτό που είχε εκ γενετής όπως έλεγε, έφεγγε σαν φάρος. «Είμαι σίγουρος, να εδώ ήταν τα παστέλια» και μια έδειχνε το κουτί στο χαμηλό ράφι, μια γυρνούσε γύρω από τον δύσμοιρο τον Λιάκο σαν λέαινα που περικυκλώνει το θύμα της.
«Τον ξέρω τον μικρό», ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος «αυτός δεν είναι ο γιος του συμμορίτη που μένει στο ρέμα;»
«Την αστυνομία, φωνάξτε την αστυνομία», ακούστηκαν κι άλλοι και όλο και φώναζαν και όλο και αγρίευαν ακούγοντας τα λόγια τους.
Ήμουν ένα συνεσταλμένο παιδί, ένα παιδί που σπάνια μιλούσε στους μεγάλους εκτός κι άμα του έδιναν τον λόγο. Δεν ήθελα καυγάδες και φασαρία και η μάνα μου με αποκαλούσε χαζό, γιατί δεν υπεράσπιζα το δίκιο μου. Δεν ξέρω τι μ’ έκανε εκείνη τη μέρα να ανοίξω το στόμα μου, δεν ξέρω από πού άντλησα το κουράγιο να σταθώ αντίκρυ σ’ όλους αυτούς που ζητούσαν την κεφαλή του Ηλία «επί πίνακι» και να τους κοιτάξω θαρρετά στα μάτια! Ίσως να ήταν η αξιολύπητη εικόνα του φίλου μου που μαζεμένος κουβάρι προσπαθούσε μάταια να κρυφτεί να μην βλέπει και να μην βλέπεται ή η αντίδραση στην αδικία, στο στίγμα που κουβαλούσε ο Ηλίας «ο Κόκκινος», ο γιος του συμμορίτη που θα χρειαζόταν όχι μία, αλλά δέκα ζωές στην εξορία για να ξεπληρώσει το κακό που είχε κάνει στους υπερπατριώτες. Μπορεί απλά ένας άγγελος δικαίου, ο άγγελος του Ηλία να μου έδωσε θάρρος και πνοή εμένα τον Νάσο που δεν ανταπαντούσε στους μεγάλους ποτέ.
«Δεν το έκανε αυτός», φώναξα θαρραλέα και σταθερά.
«Δεν ήταν αυτός», επανέλαβα κοιτώντας γύρω μου. «Ήταν ένα ξανθό αγόρι. Έφυγε προς τα εκεί». Έδειξα προς τη μεριά της θάλασσας με τη σιγουριά ανθρώπου που κάνει το σωστό. Οι φωνές κόπασαν, τα χείλια έκλεισαν και χαλάρωσαν.
«Ο πατέρας του είναι αστυνομικός, ποτέ δεν θα έκλεβε», συμπλήρωσα με θράσος. «Νάσο, αν σε ζορίσουν, θα λες ότι ο μπαμπάς σου είναι αστυνόμος», με συμβούλευε ο παππούς κι όπως πάντα είχε δίκιο.
Τώρα ακόμα και ο κυρ- Αντώνης είχε αρχίσει να αμφιβάλλει γι’ αυτό που είχε δει. Ψιθύριζε μόνο «μα τον είδα» κατεβάζοντας το χέρι και κοιτώντας χαμηλά. Πήρα «έναν πεθαμένο» Ηλία από το χέρι, μάζεψα από κάτω τη σάκα του και σπρώχνοντας απομακρυνθήκαμε νοιώθοντας ότι από στιγμή σε στιγμή θα μας τραβήξουν πίσω και «θα μας φάνε ζωντανούς». Μετά από λίγο προσπεράσαμε το ρέμα, στρίψαμε αριστερά και ανηφορίσαμε τη Φλέμιγκ.
Αθανάσιος Τσιλιγγούδης
μία όμορφη ιστορία!
Υπέροχο!!!!!
Τέλειο
Εξαιρετικό ταξίδεμα! Οι εικόνες του αφηγήματος είναι τόσο ζωντανές που με ταξίδεψαν στο χω΄ρο και το χρόνο. Το απόλαυσα!
τρυφερό και νοσταλγικό κείμενο .
Συγχαρητήρια! Διαμάντι το αφήγημα!
Ποκύ όμορφο και ρομαντικο διήγημα.
Περα απο το οτι αποτελει πραγματική ανάμνηση, εμπεριεχει συμβολισμό περα απο τα ορια του.
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ!!!
Θανάση συγχαρητήρια!!! Πολύ ωραίο το διήγημά σου! Εύχομαι να ξεχωρισει γιατί το αξίζει…
εξαιρετικο
Υπέροχη ιστορία. Ρεαλιστική περιγραφή. Θα έλεγα κινηματογραφικη περιγραφή. Διαβάζεις το κείμενο κλείνεις τα μάτια και γίνεσαι αόρατος θεατής και μάρτυρας της ιστορίας. Αυτό για μένα θα πει πώς με αγγίζουν οι λέξεις. Μου ξεκλειδώνουν συναισθήματα. Με ταξιδεύουν.
Καταπληκτικό κείμενο. Από το λόγο εως και το περιεχόμενο
Πολλα μπραβο
Γλαφυρή περιγραφή, γεμάτη τρυφερότητα. Κείμενο που διαβάζοντας το, δεν θέλεις να τελειώσει.
Εξαιρετικο
Με συγκίνησε βαθιά και μου ξύπνησε αναμνήσεις!!!
ο δικός μας Σουρούνης,ο δάσκαλός μας το έκανε!
Συγχαρητήρια
Εξαιρετικό! Συγκινητικό! Με γύρισε πίσω στα μικρατα μου!
Αριστούργημα η αφήγηση του Αθανάσιου Τσιλιγγούδη!!!
Ένα κείμενο γεμάτο δυνατές εικόνες μπράβο!!!!
Υπέροχο! Δάσκαλε μου υποκλίνομαι..
Υπέροχο κι ανθρώπινο.
Ο Ηλίας, ο Γιάννης Αγιάννης του Ουγκώ και η βασανισμένη ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας… Ωραία αφήγηση, συγκινητική. Μπράβο.
Πάρα πολύ όμορφο , τρυφερό , βγαλμένο από την ψυχή του Θανάση. Μπράβο!
tsolakidou_alexandra@yahoo.com
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΑΚΙΔΟΥ
Το αφήγημα είναι γεμάτο δυνατές εικόνες και νοσταλγία. Θυμίζει θεματολογία αριστερών συγγραφέων που διαβάζαμε στα νιάτα μας (Λουντέμη, Ζέη, Σαρρή). Μου ζέστανε την καρδιά
abatzitegos@gmail.com
Απόστολος Μπατζιτέγος
Σαν κάτι να μου θυμίζει..ξυπνά εκείνες τις εικόνες..πριν πολλά χρόνια, όταν τα όνειρα ήταν πιο δυνατά από την πραγματικότητα…
Ευχαριστώ Θανάση….
Μου άρεσε πάρα πολύ!
Η ελληνική γλώσσα έχει τόσο μεγάλη αξία! Μπράβο! Πολύ όμορφο!
Έτσι απλά…σε ηρεμεί…
Συγχαρητήρια Θανάση…
Γλαφυρη περιγραφη που σε μεταφερει σε αλλες εποχες . Ηθικοπλακτικο … συγχαρητηρια !
Συγχαρητήρια, εξαιρετικό!!!
Υπέροχο!