Η αγοροπαρέα χάζευε στον μεσημεριάτικο ήλιο μετά το σχόλασμα του γυμνασίου. Kατηφόριζε ως το ακρογιάλι πίσω από τον ταρσανά με τα μέλη της να αλληλοπειράζονται χαρούμενα, να σιγοτραγουδούν και να μιλάνε για κορίτσια. Αυτή η βόλτα τους χαλάρωνε μετά το βαρύ εξάωρο των μαθημάτων και καθυστερούσε τον αποχωρισμό τους.
Κάποιος ξεκίνησε να πετάει βότσαλα στη θάλασσα. Ένας ένας τον ακολούθησαν κι οι υπόλοιποι. Γρήγορα βρέθηκαν να παραβγαίνουν για το ποιος θα κάνει περισσότερα «ψωμάκια» με την πέτρα του στο νερό. Όταν τους πρόφτασε ο Χριστόφορος ήταν ήδη απορροφημένοι στο παιχνίδι τους. Ψάχνει κι αυτός για μια πλακουτσωτή, ελαφριά πέτρα που να γλύφει τον αφρό και να σηκώνεται πάνω απ’ το κύμα. Ξεχωρίζει μια ανάμεσα στις μυριάδες της παραλίας και την κλείνει στη χούφτα του. Αμέσως όμως καταλαβαίνει πως μαζί της πιάνει και κάτι άλλο, κολλημένο στην πίσω της πλευρά. Την αναποδογυρίζει και βλέπει το νεκρό ζαρωμένο σώμα ενός μικρού ιππόκαμπου. Το αποσπά χωρίς να το καταστρέψει και το χώνει στην τσέπη του. Μετά ρίχνει με δύναμη την πέτρα ξυστά και παράλληλα με την επιφάνεια της θάλασσας.
«Μία, δύο, τρεις… τέσσερις …πέντε!» φωνάζουν οι άλλοι και ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Ύστερα από μια τέτοια επίδοση, το παιχνίδι έληξε. Κίνησαν για την επιστροφή.
«Πες μας λοιπόν το μυστικό σου», ακούστηκε πίσω του ο Παύλος.
«Έχω καλό δάσκαλο. Τον πατέρα μου!» απάντησε ο Χριστόφορος κι έστριψε τον ανήφορο για το σπίτι του.
Ο Χριστόφορος ήταν ο πιο ντροπαλός, ο λιγότερο κινητικός, ο «φευγάτος» της παρέας. Τα κορίτσια τον πλησίαζαν ευκολότερα και τον καλούσαν πάντα στα πάρτι τους. Διάβαζε ό,τι του έπεφτε στο χέρι. Του άρεσαν οι επιστήμες, ιδιαίτερα η βιολογία, και συνεχώς παρατηρούσε πράγματα στο περιβάλλον που οι άλλοι απλά προσπερνούσαν. Δεν έκανε τον «ξερόλα» κι αυτό του το εκτιμούσαν περισσότερο. Μιλούσε λίγο και κάτι κουτσόγραφε πότε πότε σε χαρτάκια που εξαφανίζονταν μέσα στα βιβλία του.
Όταν μπήκε στο σπίτι, έφαγε γρήγορα το μεσημεριανό του κι ύστερα αρπάζοντας ένα άδειο γυάλινο βαζάκι μαρμελάδας από το νεροχύτη και το μπουκάλι του οινοπνεύματος από το σπιτικό φαρμακείο, κλείστηκε στο δωμάτιό του. Στην ησυχία του βασιλείου του έβγαλε το σώμα του ιππόκαμπου από την τσέπη, το παρατήρησε αρκετή ώρα με τον μεγεθυντικό φακό και το καθάρισε προσεκτικά. Μετά γέμισε το βαζάκι με καθαρό οινόπνευμα, βούτηξε το ζωάκι σ’αυτό και έκλεισε το καπάκι του σφιχτά.
Με τον ιππόκαμπο να λικνίζεται μέσα στο βάζο σαν να κολυμπάει πραγματικά, ο Χριστόφορος άνοιξε το τετράδιό του και ξαναδιάβασε την ιστορία που είχε γράψει.
«Το αγόρι βουτούσε πάντα από τα ίδια βράχια στη θάλασσα, αλλά ποτέ δεν τον είχε παρατηρήσει. Δεν φαίνεται σχεδόν καθόλου έτσι μικρός και ντροπαλός που είναι, κρυμμένος μέσα στα φύκη. Μια νύχτα, η πονηρή σαρδέλα που βγήκε τσάρκα στα ρηχά, πρόσεξε τα μάτια του. Έμοιαζαν με αναμμένους φακούς που διασταυρώνονταν στο σκοτάδι. “Κάποιος έχει αϋπνίες απόψε” σκέφτηκε η σαρδέλα και προσπέρασε.
Το πρωί που επέστρεψε στα ίδια νερά για φαγητό, τον είδε πιασμένο από ένα φαιοφύκος να παριστάνει τον ψόφιο. Κολύμπησε πιο πέρα για να τον παρατηρήσει από μακριά. Εκείνος, νιώθοντας μόνος, κινήθηκε κορδωτός μπροστά για δύο ολόκληρα εκατοστά, παίρνοντας τα χρώματα των φυτών του βράχου.
Η σαρδέλα που ήξερε από ζωολογία, βλέποντας για πρώτη φορά ζωντανό κι όχι ζωγραφιστό Ιππόκαμπο, σκέφτηκε: «Σιγά την ομορφιά πια! Κεφάλι αλογίσιο, μάτια χαμαιλέοντα, ουρά σαν του πιθήκου, κοιλιά με θήκη καγκουρώ και σώμα σκληρό σαν του εντόμου. Αλλόκοτο πλάσμα. Γι’ αυτό κρύβεται. Δεν λέω, η Φύση έχει κέφια ώρες-ώρες, αλλά όλο αυτό να θεωρείται ψάρι ίδιο με εμένα, πάει πολύ.»
Λίγες ώρες αργότερα, νάτος πάλι μπροστά της, δεκαπέντε εκατοστά δρόμο παρακάτω. Η σαρδέλα δεν άντεξε και του μίλησε.
«Γεια σου! Πώς σε λένε;»
Της γύρισε την πλάτη γιατί δεν του άρεσε να τον κοιτάζουν και της απάντησε ίσα που ακουγόταν.
«Ίππο με λένε. Εσένα;»
«Σάρντυ! Όλο εδώ τριγύρω σε βλέπω. Υπάρχει κάποιος λόγος;»
«Τριγύρω; Τι εννοείς; Έχω διασχίσει τόση απόσταση από χθες. Και πάλι τίποτα. Δεν την βλέπω πουθενά. Χάθηκε.» μουρμούρισε λυπημένα.
«Ποια χάθηκε;»
«Η Κάμπη. Το κορίτσι μου. Εδώ πάντα την συναντούσα, αλλά τώρα δεν είναι πουθενά. Μάλλον δεν με εμπιστεύεται πια. Με ξέχασε.»
«Υπερβολές τώρα! Δεν είσαι εσύ τύπος που ξεχνιέται εύκολα.» απάντησε μισοαστεία μισοσοβαρά η σαρδέλα.
Στη στιγμή έγινε διάφανος από την αμηχανία του και η σαρδέλα έκπληκτη σκέφτηκε: «Υπάρχουν ακόμα τέτοιοι άντρες στο ζωικό βασίλειο;»
Συγκινημένη από το δράμα του, αποφάσισε να τον βοηθήσει.
«Πού πήγες; Έλα να μιλήσουμε. Ίσως μπορώ να κάνω κάτι για σένα. Θέλεις να τρέξω να στη βρω;»
Ο ιππόκαμπος εμφανίστηκε μαγικά μπροστά της και την κοίταξε με ελπίδα.
«Θα είναι σαν να ψάχνεις ψύλλους στ’ άχυρα … ίσως όμως … αν ήθελες πραγματικά να βοηθήσεις … » είπε κι εξαφανίστηκε πάλι για να επιστρέψει μετά από λίγο κουβαλώντας ένα κατακόκκινο μουσικό κουτί σε σχήμα καρδιάς.
«Μπορείς να γυρίζεις τη μανιβέλα να παίξει το τραγούδι μας;» την παρακάλεσε. «Αν είναι κάπου εδώ κοντά, θα το ακούσει και θα με βρει.»
«Ό,τι θέλεις εσύ.» απάντησε η σαρδέλα, υποκλινόμενη στον ρομαντισμό του.
Μια γλυκιά μουσική από μουρμπουληθρίσιους ήχους, ανοιγοκλεισίματα κοχυλιών, μουρμουρίσματα ψαριών και ψίθυρους ερωτευμένων ιππόκαμπων σε ρυθμό τριών τετάρτων του βάλς, απλώθηκε στο βυθό. Δεν πέρασαν παρά μόνο λίγα λεπτά και η Κάμπη έκανε την εμφάνισή της πίσω από ένα κλαδάκι. Χαρούμενη που τον βρήκε «πέταξε» με τα μικρά της πτερύγια προς το μέρος του. Εκείνος στροβιλίστηκε γύρω της χαρούμενα, παρασύροντάς την στον ερωτικό του χορό. Αφού χόρεψαν για αρκετή ώρα μαζί, στο τέλος εκείνη τον εμπιστεύτηκε για άλλη μια φορά και του πρόσφερε τ’αυγά της.
Πέρασαν δύο ολόκληροι μήνες από τότε. Η σαρδέλα βοηθούσε και νοιάζονταν τον Ίππο καθημερινά. Είχε γίνει η καλύτερή του φίλη. Μάλιστα τώρα είχε βαρύνει αρκετά, η κοιλιά του είχε φουσκώσει και έτσι πιο αργοκίνητος πια έμενε σχεδόν ακίνητος. Ήταν όμως χαρούμενος γιατί θα γινόταν πατέρας και αποφασισμένος την αποστολή που η Φύση του είχε αναθέσει, να την εκτελέσει μέχρι κεραίας.
Η σαρδέλα παρακολουθούσε τον αγώνα του και ανέβαινε ακόμη περισσότερο στην εκτίμησή της, ειδικά όταν τον σύγκρινε με την αδιάφορη εκκόλαψη των δικών της αυγών στην ανοιχτή θάλασσα. Η πατρική φιγούρα που δημιουργούσε το μικρό αυτό πλάσμα είχε ένα ξεχωριστό μεγαλείο, πραγματικά αξιοζήλευτο από όλα τα ζωικά είδη.
Την ημέρα του τοκετού όμως δεν ήταν μαζί του. Φοβήθηκε το ένστικτό της μπροστά στο «νέφος» των νεογέννητων που θα ήταν μια πρώτης τάξης τρυφερή τροφή και έτσι ανοίχτηκε στο πέλαγος. Από τους γείτονες έμαθε ότι ο Ίππο τα είχε καταφέρει θαυμάσια. Πιασμένος από ένα σταθερό κλαδί ξεκίνησε με αργούς ρυθμούς τη γέννα του κι έφερε στον κόσμο του θαλάσσιου βυθού διακόσια καλοσχηματισμένα παιδιά.»
Ο Χριστόφορος καθαρόγραψε το κείμενο στο όμορφο χαρτί αλληλογραφίας κι ύστερα αποκοιμήθηκε.
Την επόμενη κιόλας μέρα, ο Νικόλας ξετρύπωσε και διάβασε την ιστορία του μεγάλου του αδελφού, ψαχουλεύοντας τα πράγματά του για μια δανεική γομολάστιχα.
«Τι είναι αυτό; » είπε δείχνοντας τις χειρόγραφες σελίδες στο Χριστόφορο μόλις εκείνος μπήκε στο σπίτι μετά το σχολείο.
«Ένα παραμυθάκι. Σ’ αρέσει; »
«Καλό είναι … αλλά … πως σού ’ρθε τώρα ο ιππόκαμπος; Ρε συ, μήπως είσαι ερωτευμένος;» τον πείραξε ο Νικόλας.
«Και δεν θα στο ’λεγα; Καλά, ακόμα να καταλάβεις για ποιόν τo έγραψα;»
O μικρός τον κοίταξε για λίγο απορημένος κι ύστερα το πρόσωπό του φωτίστηκε ξαφνικά.
«Για τον πατέρα;» ρώτησε, για να απαντήσει στον εαυτό του αμέσως μετά: «Για τον πατέρα.»
Ο μαστρο Θύμιος δούλευε στην οικοδομή και από τότε που έχασε την Ειρήνη, την γυναίκα του, μεγάλωνε τα αγόρια του ολομόναχος. Δύσκολο έργο. Κι αυτά τον αγαπούσαν διπλά για τις θυσίες και την αφοσίωσή του.
Ο Χριστόφορος ονόμασε το παραμύθι του «Το αλογάκι της θάλασσας ». Ο συμπαθητικός ιππόκαμπος με την ιδιόρρυθμη ζωοτοκία του, του θύμιζε πολύ αυτόν τον διπλό ρόλο πατέρα – μάνας που κουβαλούσε στις πλάτες του ο στυλοβάτης που λάτρευε. Ο πατέρας του.