Σύντροφε* ζώσου το «εμείς» και βιάσου
το αίμα κυλάει παντού,
νύχτα φυσάει στη γη του πόνου
η ύβρις εικόνισμα
στ’ αγριοκαίρια των άθρησκων ωρών
το προσφυγόπουλο βουβό,
απόμαχος από τον κάματο κι ο γλάρος.
Καλέσαμε βοήθεια των συνετών το τάμα,
τα θάματα αργούν το ξέρεις
και οι κραυγές των ναυαγών
ανήκουες ξεμακραίνουν.
Ο βράχος απροσπέλαστος
στης θάλασσας το ινάτι
μεσίστιες οι ζωές αναζητούν
ένα χνάρι του θεού
καθώς ψυχορραγούν
στην οσμή του υγρού πυθμένα.
Σύντροφε ζώσου το «εμείς» και βιάσου
η γη δαγκώθηκε από την άτη αλλοπαρμένη
όνειδος το πεινασμένο το παιδί
και η ορφάνια του ξοπίσω.
Ο ουρανός χαμήλωσε,
κατέβηκε στα κάτεργα θαλαμηπόλος
για να φροντίσει μόνος την πληγή:
λίγο ψωμί, μια αγκαλιά,
ένα γιατί μονάχο.
Σιωπή παντού κι έχει αγιάζι,
πάγωσε το χιόνι.
Η σάρκα γυμνή στο νυχτοπέλαγος
με τη φωνή της κουκουβάγιας
και το φεγγάρι κατακόκκινο αιμορραγεί.
Σύντροφε ζώσου το «εμείς» και βιάσου
ένα παιδί έπαψε τ’ άστρα να μετρά
δε ζωγραφίζει πλέον στο χαρτί
γαλήνια σπιτάκια
δεν παίζει μέσα στα χαρτόκουτα
κλέφτες κι αστυνόμους.
Επαίτης στη ρωγμή του ονείρου
ασυλλάβιστα αναρωτιέται
«ο κλέφτης ποιος και ποιος ο αστυνόμος».
Ανακατώθηκαν οι ρόλοι στης θύελλας τον
τρόμο
το σούρσιμο της γης με τη θλιμμένη όψη
νέμεση στο γύρο του θανάτου.
Σύντροφε ζώσου το «εμείς» και πάμε
το αίμα κυλάει παντού,
νύχτα φυσάει στη γη του πόνου
η τίσις συμπαντικά ακροπατεί
και αλυχτάει ολονυχτίς ο χρησμός του ποιητή:**
«ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ».
*συμπαραστάτης
**Οδυσσέας Ελύτης
Καλλιόπη Δημητροπούλου
(Από τη συλλογή «Της Μούσας Επίκληση», εκδόσεις Βεργίνα)
Εξαιρετικό ποίημα. Από τα πολύ δυνατά που έχω διαβάσει τελευταία.