Άνοιξε τη βαριά δρύινη πόρτα και μπήκε στη γεμάτη κόσμο μπυραρία. Είχε αργήσει λίγο στο ραντεβού του. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά ώσπου διέκρινε το Γρηγόρη σ’ ένα γωνιακό πάγκο, να του κάνει νόημα με το χέρι. Χύμηξε να τον αγκαλιάσει. Είχε δεκαπέντε χρόνια να τον δει, από την πανεπιστημιακή λέσχη.
Κάθισαν αντικριστά και παρήγγειλαν μπύρα. Βάλθηκαν ν’ ανταλλάζουν πειράγματα. Ο Βασίλης παρατήρησε τα αραιά μαλλιά του Γρηγόρη.
-Τρέχω για τη φαρμακευτική εταιρεία, όπου δουλεύω, είπε με νόημα ο Γρηγόρης κι έδειξε με τη σειρά του τα παχάκια του Βασίλη.
-Τι, αυτό; έκανε ο Βασίλης και χαϊδεψε την κοιλιά του. Τρέχω καταπάνω στο στιφάδο της γυναίκας μου, είπε, και ξέσπασαν μαζί σε γέλια.
-Θα πρέπει να είναι σπουδαία μαγείρισσα για να πάχυνες έτσι. Πού τη γνώρισες;
-Στον ψυχίατρο.
Η έκφραση του Γρηγόρη, μείγμα απορίας, φόβου και αμηχανίας, προκάλεσε νέα γέλια στο Βασίλη.
-Άσε με να σου πω όλη την ιστορία και θα καταλάβεις, είπε καθησυχαστικά.
Ήπιε μια γερή γουλιά από την μπύρα του και ξεκίνησε.
-Ήταν στο τελευταίο έτος της σχολής. Έπεσα κατά λάθος πάνω σ’ έναν κορίτσαρο στο κυλικείο. Ξανθά μαλλιά ως τους ώμους, μεγάλο στήθος και κορμί φωτιά. Τη σήκωσα απ’ το πάτωμα και, πριν προλάβω να μιλήσω, έφυγε. Αρχικά τα’ χασα, τόσο που νόμιζα ότι είχα δει όραμα. Όσο κι αν έψαχνα, όμως, τους επόμενους μήνες, δεν κατόρθωσα να τη βρω πουθενά.
-Και τελικά πώς την πέτυχες στον ψυχίατρο; είπε ανυπόμονα ο Γρηγόρης.
Ο Βασίλης ήπιε άλλη μια γερή γουλιά.
-Μη βιάζεσαι, είπε. Δεν ήταν εύκολο να τη βρω, δεν είχα κανένα στοιχείο της. Ούτε όνομα, τηλέφωνο, σε ποιο τμήμα φοιτούσε, τίποτα. Μέχρι που ένα βράδυ πήγα σε ένα πάρτυ και εκεί την είδα. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν παραίσθηση, αλλά όχι. Στεκόταν στην άλλη άκρη του σαλονιού και μιλούσε με τις φίλες της.
-Και συ τι έκανες;
-Τίποτα. Ντροπαλός, όπως ήμουν, περιορίστηκα να την κοιτάω συνέχεια, δεν τολμούσα να πλησιάσω. Αρκετή ώρα μετά, μια απ’ τις φίλες της ήρθε και κάθισε δίπλα μου. «Την κοιτάζεις συνέχεια», μου είπε δείχνοντάς την. «Σου αρέσει, έτσι δεν είναι;» Τι να πω εγώ, δεν κρυβόταν. Μου χαμογέλασε κι έμεινε λίγο σκεφτική να με κοιτάει. Μέχρι που άπλωσε το χέρι της και μου είπε: «Έχω μια ιδέα». Κι έφυγε.
-Πού πήγε;
-Στάθηκε στη μέση του σαλονιού και με δυνατή φωνή πρότεινε σε όλους να παίξουμε «ψυχίατρο». Ήταν ένα πολύ δημοφιλές παιχνίδι τότε. Όλοι οι «ψυχοπαθείς» κάνουν κυκλικά μια «ομάδα θεραπείας» γύρω απ’ τον «ψυχίατρο», που προσπαθεί μέσω ερωτήσεων να καταλάβει τι έχουν. Όλοι «πάσχουν» από το ίδιο πράγμα, το οποίο ο «γιατρος» αγνοεί: υποδύονται το διπλανό τους από δεξιά. Στις ερωτήσεις απαντούν πάντα αλήθεια και, για να εξασφαλισθεί η ειλικρίνεια, αν ειπωθεί ψέμα, κάποιος φωνάζει «ψυχίατρος» και αλλάζουν θέσεις για να υποδυθούν πάλι τον εκάστοτε διπλανό τους. Μέχρι ο «γιατρός» να καταλάβει το κόλπο.
-Και μη μου πεις, η ξανθιά έγινε «ψυχίατρος».
-Ναιαι! Αρχικά, όπως καταλαβαίνεις, έκανε ερωτήσεις για κλινικές, σχιζοφρένεια και ιαματικά λουτρά. Οι απαντήσεις μας την μπέρδεψαν αντί να τη διαφωτίσουν. Tότε εκείνη η φίλη της την παρακίνησε να κάνει πιο προσωπικές ερωτήσεις για να λύσει το γρίφο.
-Ωχ, φαντάζομαι τις κατινιές που ακούστηκαν.
-Στη φάση εκείνη, η φίλη της καθόταν αριστερά μου. Σταδιακά, η ξανθιά με τις κατάλληλες ερωτήσεις, συνειδητοποίησε ότι υποδυόμαστε κάποιον άλλο, χωρίς να κατανοεί ποιον. Άρχισε να ρωτά τις πιο κοντινές φίλες της πράγματα, που μόνο αυτές ήξεραν ή ένιωθαν. Κάποια στιγμή, έφτασε η σειρά της διπλανής μου. «Με ποιον είσαι ερωτευμένη;» τη ρώτησε παιχνιδιάρικα. Η διπλανή μου με κοίταξε μόνο μια στιγμή, χαμογέλασε πονηρά και γύρισε στη φίλη της. «Είμαι ερωτευμένος με σένα», είπε και όλη η αίθουσα πάγωσε.
-Μου κάνεις πλάκα! Και συ πώς αντέδρασες;
-Κοκκίνησα πολύ και δεν έβγαλα άχνα. Ένιωθα τα βλέμματα όλων πάνω μου. Άσε που η ξανθιά, συνδυάζοντας το ύφος μου με τα χάχανα των άλλων, δεν άργησε να καταλαβει την αλήθεια. Το βλέμμα της μ’ έκανε να πεταχτώ και να φωνάξω «ψυχίατρος». Αποκάλυψε, όμως, το γρίφο και το παιχνίδι έληξε. Η παρέα διαλύθηκε κι εγώ βρήκα ευκαιρία να βγω στο μπαλκόνι να πάρω αέρα.
-Και μετά; Γύρισες μέσα και στρίμωξες την ξανθούλα; ρώτησε ο Γρηγόρης.
-Την ποια;
-Την ξανθούλα! Δεν την παντρεύτηκες τελικά;
Το γέλιο του Βασίλη ακούστηκε κελαρυστό.
-Δεν ξαναμπήκα μέσα. Κάποια στιγμή, η φίλη της ξανθιάς βγήκε στο μπαλκόνι να με βρει. Μοιραστήκαμε τα τσιγάρα μου, μετά το στιφάδο της και μετά όλα τα υπόλοιπα. Αυτή είναι η γυναίκα μου. Την ξανθιά δεν την ξανάδα. Άλλωστε, αυτή δεν μπορούσε να μοιραστεί μαζί μου ούτε μια ψευδαίσθηση, είπε ο Βασίλης και στράγγιξε το ποτήρι του.
Αλέκος Ντούλας
Ανατρεπτική ιστορία, με όμορφη ροή και κατάληξη! Τα συγχαρητήρια μου!
την κατευχαριστήθηκα την ιστορία!
Ευχάριστη και έξυπνη ιστορία. Λιτός και περιεκτικός λόγος. Παιχνιδιάρικο κι ευφυές το λογοπαίγνιο με τον ψυχίατρο. Ωραία η ανατροπή με τη φίλη της ξανθιάς. Εύγε!
Έξυπνο και ανατρεπτικό.
Έξυπνο, διαβάζεται πολύ ευχάριστα!
Έξυπνο. Μπράβο!!!
Το χιούμορ του συγγραφέα είναι διάχυτο σε όλο το κείμενο.Η πρωτοτυπία στην εξέλιξη της ιστορίας μου κίνησε το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος,σημαντικός παράγοντας για ένα καλογραμμένο διήγημα.Μπράβο…
Helpo my friend! I want to say that this post is amazing, nice written and come wigh almost alll significant infos.
I’d like to peer edtra ppsts lke this .
Very nice post. I juzt stumbled upon your weblog and wanted to say that I’ve reallly
enjoyed surfing around your blog posts. After all I will be subscribing to your rss feed and I hope you write aggain soon!