ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ Β΄ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ BONSAISTORIES
Παρακαλούμε, μην ταΐζετε τους νεκρούς! έγραφε η πινακίδα, και λίγο πιο πέρα άλλη μία προειδοποιούσε τους επισκέπτες να προσέχουν μη χτυπήσουν το κεφάλι τους στο χαμηλό ταβάνι. Το αγόρι, περνώντας πρώτος, έσκυψε μηχανικά καθώς διέσχιζε το κατώφλι κι ύστερα άκουσε το ξερό χτύπημα πίσω του, μαζί με μια βρισιά που κόπηκε στη μέση.
«Σκάλες», προειδοποίησε, κι οδήγησε το συνοδό του προς τα κάτω, από τα κάθετα σχεδόν σκαλοπάτια που έμοιαζαν να έχουν λαξευτεί στην πέτρα πριν αιώνες. Οι ασφυκτικά στενοί τοίχοι γύρω τους δεν είχαν αντικρύσει ποτέ ήλιο, γυαλίζοντας πρασινωποί και λείοι από τα αμέτρητα χέρια που είχαν στηριχθεί πάνω τους. Η σκάλα έστριψε δυο φορές κι όταν έφτασαν στο υπόγειο δωμάτιο, κάθε υποψία ήλιου είχε εξαφανιστεί, με μόνο φως ένα νοσηρό πορτοκαλί από σκονισμένες λάμπες βιδωμένες στην πέτρα.
«Δεν έχετε φαγητό πάνω σας, έτσι; Το μυρίζουν αν έχεις, και μπορεί να γίνει πολύ δυσάρεστο.»
Ο άντρας που τον ακολουθούσε, ένας κοντός, κάπως στρουμπουλός μεσήλικας με ελάχιστα μαλλιά και γυαλιά τεράστια που είχαν αρχίσει να θολώνουν από την υγρασία, ακούμπησε αφηρημένα τις παλάμες του στις τσέπες της καπαρντίνας που φορούσε κι έγνεψε αρνητικά.
«Ωραία. Από εδώ, παρακαλώ.»
Το δωμάτιο ήταν ένα ακανόνιστα λαξεμένο άνοιγμα στο βράχο, όπου μια μικρή γεννήτρια αγκομαχούσε πλάι σε ένα γκισέ. Ένα μόνο ακόμα άνοιγμα υπήρχε: η είσοδος προς μια στοά που φαινόταν να συνεχίζει προς τη σκοτεινή καρδιά της γης. Ήταν φραγμένη από μια καγκελόπορτα καλυμμένη μ’ ένα σκουριασμένο μεταλλικό πλέγμα που κύρτωνε θλιβερά στις γωνίες, και που κάποιος είχε προσπαθήσει να στερεώσει εδώ κι εκεί με σπάγκο.
Το αγόρι γλίστρησε πίσω από τον γκισέ, πήρε ένα φύλλο χαρτί από κάθε μία από τρεις στοίβες και τα έσπρωξε προς το μέρος του με ένα στυλό. Ο άντρας συμπλήρωσε τις φόρμες, αφήνοντάς τες κατσαρωμένες εκεί που τα ιδρωμένα ακροδάχτυλά του τις συγκρατούσαν.
Το αγόρι τούς έριξε μια ματιά, του χαμογέλασε και πίεσε ένα αθέατο κουμπί. Ακούστηκε ένας βόμβος και η καγκελόπορτα ξεκλειδώθηκε, μένοντας να κουνιέται ανεπαίσθητα στη θέση της.
Ο άντρας σκούπισε το στόμα του.
«Δεν θα με συνοδέψεις μέσα;»
Το αγόρι χαμογέλασε ξανά κι έγνεψε αρνητικά. Ο άντρας έγνεψε κι αυτός, κοντοστάθηκε μια στιγμή στο άνοιγμα κι ύστερα προχώρησε, ακούγοντας την πόρτα να κλειδώνει πίσω του.
Μην ταΐζετε τους νεκρούς.
Έβγαλε τα γυαλιά του σκουπίζοντάς τα στην άκρη του μανικιού του, αλλά θόλωσαν αμέσως μόλις τα ξαναφόρεσε. Άπλωσε ένα χέρι να βρίσκει το δρόμο του και το τράβηξε με αηδία όταν ένιωσε το βράχο υγρό. Η ηχώ από κάτι που έσταζε ερχόταν από μπροστά, πέρα από το τέλος του κατηφορικού περάσματος. Προχώρησε σχεδόν στα τυφλά, ενώ ο αέρας πύκνωνε και η ηχώ από τις σταλαγματιές πολλαπλασιαζόταν. Τα μάτια του άρχισαν να συνηθίζουν και είχε αναθαρρήσει κάπως όταν έφτασε σε ένα απότομο άνοιγμα.
Ήταν άλλη μια υπόγεια τρύπα με χαμηλές αψίδες παντού, τόσο που το κεφάλι του ίσα που δεν χτυπούσε πάνω τους. Από τις ελάχιστες ηλεκτρικές λάμπες έρχονταν αβέβαιες δεσμίδες φωτός που κόβονταν από τις κολόνες, δημιουργώντας απροσδόκητες σκιές. Κάτι έσταξε πάνω στο κρανίο του κι ανακατεύτηκε με τον ιδρώτα του. Από εκεί που στεκόταν διέκρινε το πέρασμα να συνεχίζει από μια στοά στην απέναντι πλευρά.
«Δωμάτιο δύο», θύμισε στον εαυτό του και η φωνή του ακούστηκε αφύσικη στην πέτρινη σιωπή. «Δωμάτιο δύο, πέρασμα δύο. Στάδιο τέσσερα.»
Ένας χάρτης κρεμόταν σε θολή κορνίζα δίπλα στο νέο άνοιγμα, όμως κάποιος είχε ξεχάσει να τοποθετήσει το σημάδι που έδειχνε σε ποιο σημείο ο επισκέπτης βρισκόταν.
Δεν είστε εδώ, σκέφτηκε ασυναίσθητα.
Μια λεπτή ομίχλη μαζευόταν στα πόδια του, συνοδεύοντάς τον στο σκοτεινό πέρασμα σαν πιστό σκυλί. Οι σόλες του γλιστρούσαν στο λείο έδαφος, βουτώντας πότε πότε σε λακκούβες γεμάτες νερό. Τα ρουθούνια του είχαν πλημμυρίσει με την έντονη μυρωδιά του χλωρίου κι έφερε το χέρι στο πρόσωπό του για να ανακόψει κάπως τη μυρωδιά.
Το δωμάτιο δύο ήταν ακόμα χαμηλότερο, έτσι που έπρεπε να περπατά με το κεφάλι σκυφτό μέχρι που ο σβέρκος του άρχισε να διαμαρτύρεται. Ανάμεσα στις κολόνες φάνηκε μια είσοδος με βαμμένο από πάνω τον αριθμό ένα. Προχώρησε μέχρι που βρήκε το πέρασμα δύο. Ο αέρας σ’ αυτό ήταν θολός, και το ταβάνι βάραινε πάνω από το ταραγμένο του μυαλό. Το φως ίσα που επαρκούσε, οι ίδιες πορτοκαλιές λάμπες που αφαιρούσαν κάθε άλλο χρώμα. Όσο περπατούσε το πέρασμα φάρδαινε, μέχρι που στα δεξιά του φάνηκε μια αψιδωτή εσοχή σαν κελί που απλωνόταν για λίγα μέτρα. Το στάδιο ένα δεν έπιανε πολύ χώρο.
Προχώρησε προσπαθώντας να μην κοιτά το πλήθος των μικρών πλακών που σηματοδοτούσαν κάθε μικροσκοπικό πέτρινο συρτάρι, προσπαθώντας να μη σκέφτεται τίποτε άλλο πέρα από το πάτημά του, αλλά όσο πάσχιζε τόσο οι αισθήσεις του έμοιαζαν να οξύνονται, και τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι ο ρυθμικός ήχος που άκουγε τώρα δεν ήταν πια οι σταλαγματιές του υπόγειου νερού, αλλά ένα επίμονο ξύσιμο.
Μην ταΐζετε τους νεκρούς.
Κοντοστάθηκε ενώ οι χτύποι της καρδιάς του έμοιαζαν εκκωφαντικοί. Το ξύσιμο ερχόταν από κάπου μπροστά, αβέβαιο, πότε σταματώντας για λίγο και πότε ξαναρχίζοντας με μανία, λες και ό,τι ήταν αυτό που πάλευε να σκάψει το βράχο αρνιόταν να παραδεχθεί την απόλυτη αδυναμία του να το πετύχει.
Το στάδιο δύο ήταν μεγαλύτερο, κι εκτεινόταν στα δεξιά του για κάμποσο – με μισόκλειστα μάτια και το χέρι να ακολουθεί ψυχαναγκαστικά τον τοίχο από την άλλη μεριά, το προσπέρασε όσο πιο γρήγορα κι αθόρυβα μπορούσε, αφήνοντας την ηχώ του ξυσίματος πίσω.
Το στάδιο τρία, μια εσοχή που εκτεινόταν λίγο περισσότερο από το στάδιο δύο, ήταν αποκλεισμένο από μεταλλικό πλέγμα και μια κιτρινισμένη ανακοίνωση κρεμασμένη που δήλωνε μετά λύπης ότι λόγω επιδιορθώσεων το στάδιο τρία ήταν προσωρινά μη επισκέψιμο. Το στάδιο τρία έμοιαζε με εγκαταλελειμμένη κυψέλη, με όλα τα οστεοφυλάκιά του να λείπουν από τις θέσεις τους. Τα φαντάστηκε στοιβαγμένα σε κάποιο αόρατο δωμάτιο της λαβυρινθώδους σήραγγας που είχε διασχίσει, τους ταλαιπωρημένους ενοίκους τους να αφήνουν τις βραχνές, μπερδεμένες κραυγές τους που θα χάνονταν στην υγρή σιωπή ανάμεσα στους πέτρινους τοίχους που έπνιγαν τα πάντα. Πέρασε ένα δάχτυλο από το γιακά που είχε κολλήσει στο λαιμό του πνίγοντάς τον, και για άλλη μια φορά σκούπισε το ιδρωμένο του πρόσωπο χωρίς αποτέλεσμα: ο ιδρώτας έπεφτε βροχή, σε σταγόνες που κυλούσαν μέσα απ’ τα ρούχα του σαν παγωμένα ακροδάχτυλα.
Πριν από το στάδιο τέσσερα κοντοστάθηκε, έβγαλε ένα χαρτί από την τσέπη του και το ξεδίπλωσε. Του πήρε τρεις προσπάθειες να διαβάσει τον αριθμό που έβλεπε εκεί και να τον αποστηθίσει.
Ο αριθμός αντιστοιχούσε σε μια από τις αμέτρητες πέτρινες θυρίδες, όχι μεγαλύτερες από το άνοιγμα ενός φούρνου, ασφαλισμένες με λουκέτα και μια μεταλλική σχάρα. Οι χαμηλοί ήχοι από δεκάδες, εκατοντάδες ρηχές ανάσες και πνιχτά συρσίματα γέμιζαν το πέρασμα. Το στάδιο τέσσερα εκτεινόταν τόσο που, παρά τη σειρά από τις τρεμάμενες λάμπες στον τοίχο, το τέλος του χανόταν στο σκοτάδι.
Ήσυχα, τόσο ήσυχα που κρατούσε την ανάσα του, έσκυψε προς τον αεραγωγό της θυρίδας και ψιθύρισε το όνομα της γυναίκας του. Βγήκε από το στόμα του σκουριασμένο, αχρησιμοποίητο από καιρό.
Σιωπή – και ξαφνικά εκείνο το φρικιαστικό ξύσιμο, ένας ήχος σαν κάτι βαρύ να προσπαθούσε να μετακινηθεί, κι έπειτα μια φωνή, τραχιά και ξερή.
«Νερό…»
«Δεν έχω, αγάπη μου.»
Έσκυψε τόσο που κόλλησε το πρόσωπό του στη σχάρα, και η αποφορά που ήρθε από εκεί έκανε το στομάχι του να συσπαστεί. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα από μέσα.
«Μαξ; Εσύ είσαι;»
Η φωνή της, ακόμα άγρια σαν πέτρες που τρίβονταν μεταξύ τους, φάνηκε να προσπαθεί να συγκεντρωθεί, θυμίζοντάς του τα πρωινά όταν την ένιωθε να προσπαθεί να ξυπνήσει δίπλα του.
«Εγώ είμαι.»
«Μάξι, πεινάω…»
Μην ταΐζετε τους νεκρούς.
«Δεν έχω τίποτα πάνω μου.»
«Μάξι…»
Η απαίσια φωνή έσβησε για λίγο, και τη φαντάστηκε να αποκοιμιέται.
«Μάξι, δεν μας δίνουν νερό, φαγητό, τίποτα. Δεν υπάρχει φως. Δεν μιλάμε. Δεν μας μιλάει κανείς.»
Κάτι έξυσε τον αεραγωγό απ’ την άλλη κι αυτός ακούμπησε τα δάχτυλά του πάνω του. Την άφησε να μιλάει μέχρι που το παράπονό της έγινε μια βραχνή λιτανεία ενώ εκείνη συνέχιζε, χαμένη στο δικό της μικρόκοσμο που στο σκοτάδι θα ανοιγόταν επ΄ άπειρον, θα ξετυλιγόταν και θα κατάπινε τη γη, το σύμπαν ολόκληρο.
«Θάψε με, Μάξι», την άκουσε να λέει και το αίμα πάγωσε στις φλέβες του. «Θάψε με όπως έκαναν πάντα, τότε που οι νεκροί ήταν νεκροί, Μάξι. Δεν αντέχω να περιμένω να γίνω σκόνη. Γιατί σε μένα; Γιατί;»
Δεν απάντησε. Δεν ήξερε τι να πει.
«Μάξι!»
Τινάχτηκε. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του, που έτσουζαν από ιδρώτα και δάκρυα.
«Τι είναι, αγάπη μου;»
Άκουσε το ρόγχο να δυναμώνει και να πλησιάζει προς τον αεραγωγό.
«Προσέχεις, έτσι, Μάξι; Δεν έχεις κολλήσει κι εσύ;»
«Όχι», είπε με τον τόνο της φωνής που χρησιμοποιούσε όταν της μιλούσε για τη δουλειά, τρέμοντας ότι θα αποκαλυπτόταν. Όμως εκείνη δεν άκουσε το ψέμα στη φωνή του, είχε πια τυφλωθεί και δεν ήταν το σκοτάδι ή η μυρωδιά της σήψης που τη θόλωνε, αλλά εκείνο το ατελείωτο ταξίδι που η ρημαγμένη συνείδησή της ξεκινούσε στο χείλος της αβύσσου.
«Μπράβο», την άκουσε τέλος να ψιθυρίζει. «Μπράβο – και τώρα, Μάξι, θέλω να φύγεις, να φύγεις και να μην ξαναπατήσεις εδώ.»
Πέτρωσε. Τα δάχτυλά του έσφιγγαν το πέτρινο γείσο σαν να κρεμόταν η ζωή του από αυτό. Δεν τόλμησε να κουνηθεί.
«Φύγε!» του γρύλισε ξανά, αντιλαλώντας στο μισοσκόταδο. Ξαφνιασμένοι ήχοι άρχισαν να έρχονται από τους ενοίκους των άλλων θυρίδων, συρσίματα, παρακάλια, κλάματα που όλο και δυνάμωναν σαν το βουητό πριν τη καταιγίδα.
«Πεινάω…»
«Νερό…»
«Φως! Φως!»
«Μαμά…»
«ΦΥΓΕ!»
«Όχι–»
«ΦΥΓΕ, ΜΑΞΙ!»
Κάτι έπεσε με δύναμη στον αεραγωγό από την άλλη κι αυτός τρέκλισε πίσω, πέφτοντας στον υγρό τοίχο. Βρίσκοντας ξέπνοος την ισορροπία του γύρισε κι έτρεξε μέχρι την είσοδο του περάσματος, γλιστρώντας στο βρεγμένο έδαφος. Στο δωμάτιο δύο έκανε πολλές φορές το σκυφτό γύρο ανάμεσα στις κολόνες μέχρι να βρει την έξοδο ανάμεσα στις σκιές, διέσχισε απεγνωσμένος το πέρασμα και στο δωμάτιο ένα η θέα του χάρτη έκανε την καρδιά του να κλοτσήσει. Βρήκε τον τελευταίο διάδρομο κι έπεσε μ’ όλο του το βάρος στην πόρτα της εξόδου, με γυαλιά θολωμένα και στόμα στεγνό.
«Έτοιμος, κύριε;»
Η καθαρή, λεία φωνή του αγοριού που τον κοίταζε πίσω από τον γκισέ τον έκανε να θέλει να βάλει τα κλάματα, παιδικά, τρομαγμένα κι ευτυχισμένα κλάματα, και πάλεψε να συγκρατηθεί.
«Έτοιμος», απάντησε βραχνά.
Ακούστηκε ο γνώριμος βόμβος και η πόρτα ξεκλείδωσε μέσα στα χέρια του. Την έκλεισε πίσω του, περιμένοντας να νιώσει την κλειδαριά να γυρίζει με ασφάλεια στη θέση της. Σκούπισε τα γυαλιά του και πέρασε μια υγρή παλάμη πάνω από τα λιγοστά γκρίζα του μαλλιά.
Το αγόρι του έδωσε μια από τις τρεις φόρμες που ο ίδιος είχε συμπληρώσει πρωτύτερα, αφού τη σφράγισε και την υπέγραψε με επιμέλεια.
«Θα νιώσετε καλύτερα μόλις βγείτε έξω», του είπε ενθαρρυντικά.
Αυτός μόνο έγνεψε. Εξουθενωμένος, άρχισε την κοπιαστική του ανάβαση προς το φως.
Κλειώ Βελέντζα
Μπρρρ! Τρομακτικό!
Ανατριχιαστική ατμόσφαιρα σε ένα τόσο σύντομο κείμενο
Πολύ ωραίο,ιδιαίτερο κείμενο,ξεφεύγει από τα συνήθη!!! Εύχομαι καλή επιτυχία γιατί μου άρεσε πολύ!!!
Απόλυτα ατμοσφαιρικό, κλιμακώνει με οικονομία τη κορύφωση της συνάντησης του Μαξ με τη νεκρή γυναίκα του. Εξαιρετικός ο τίτλος και οι περιγράφες. Λειτουργική γραφή και απόδοση σε όλα τα επίπεδα.
Υπέροχη έκφραση, όμορφη σκιαγράφηση της σχέσης των χαρακτήρων, ξυπνάει το συναίσθημα μιας γλυκόπικρήςμελαγχωλίας… Υπέροχη δουλειά, καλή επιτυχία!
μπράβο πολύ καλό!!!
Πολύ ατμοσφαιρικό!
Εξαιρετικό κείμενο, δυνατή γραφή, το σύνθετο μέσα στο απλό , στοιχεία γοτθικήςατμόσφαιρας. Υποσχόμενη η
συγγραφέας !
Εξαιρετικό! Συγχαρητήρια! ΄Ξεχωρίζει!
Πλούσιος λόγος με δυνατές εικόνες, έντονα συναισθήματα ! Σε παρασύρει με τη ροή του λόγου του και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος! Συγχαρητήρια!
Εξάπτει το ενδιαφέρον. Πρωτόγνωρη ιδέα.
Ανατριχιαστικά παραστατικό
Δόκιμη περιγραφή, ευρηματική ανάπτυξη, δύσκολος λόγος.
Προφανής ο μελλοντικος ορίζοντας. Πάρα πολύ καλά.
Πολύ όμορφο. “Μυρίζει” post-apocalypse 🙂
Σου μεταδίδει την αγωνία και τα συναισθήματα του πρωταγωνιστή σαν να βρίσκεσαι μαζί του.
Με συγκίνησε η ιστορία αγάπης από πίσω…
Καλή επιτυχία!!
Συναρπαστικός τρόπος σύλληψης και γραφής!
Απίθανο λεξιλόγιο!
Έργο grand Gignol!!
Ένα ατμοσφαιρικό σουρεάλ κείμενο. Συγχαρητήρια!
Μπράβο στη συγγραφέα γι΄ αυτό το τόσο πρωτότυπο και ξεχωριστό κείμενο!
Συναρπαστικό. Συγχαρητήρια.
Πολλά συγχαρητήρια! Συναρπαστικό και πολύ ατμοσφαιρικό, ο αναγνώστης ακολουθεί βήμα βήμα τον ήρωα στην αλλόκοτη κατάβασή του, βιώνει τα ανάμεικτα συναισθήματά του και όσο για την επάνοδο… πικρή και λυτρωτική την ίδια στιγμή.