(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ”)
Είπαμε ιστορίες για το χωριό, ε, να μη πούμε και καναδυό από την πόλη, παιδιά μου, παράξενα παιδιά μου ωραία;
Που λέτε, με την οικογένειά μου μένουμε στον τέταρτο όροφο μιας μεγάλης πολυκατοικίας στο κέντρο της Αθήνας. Τόσο στο ασανσέρ, όσο και στην κεντρική είσοδο, συναντώ κόσμο που τον βλέπω για πρώτη φορά και όμως όπως με έκπληξη μαθαίνω, είναι συγκάτοικοί μου εδώ και μήνες, μερικοί μάλιστα, για χρόνια! Τι να πεις!!!
Είμαι γιατρός, και το ιατρείο μου είναι στον τέταρτο επίσης. Προχθές με ειδοποιούν από το θυροτηλέφωνο ότι κάτω στην είσοδο, είναι ένα ζευγάρι ενοίκων που θέλει να μου μιλήσει. Να πάρει η ευχή να πάρει και έχω δουλειά… Είχα μόνο ένα ραντεβού (έπληξε και το δικό μου επάγγελμα η κρίση κι ας λέει ο κόσμος) το οποίο και ματαίωσα για να καθίσω να γράψω για μια παρουσίαση που είχα να κάνω σε ένα meeting πολύ σημαντικό για την καριέρα μου.
Κατεβαίνω, αρκετά ενοχλημένος και συναντώ ένα ζευγάρι που δεν θυμόμουνα να το έχω ξαναδεί.
«Γιατρέ μου, είμαστε συγκάτοικοι εδώ και ενάμιση χρόνο», μου λέει ευγενικά η κυρία.
Απίστευτο, τραγικό!… Πού είσαι πατρική μου γειτονιά που τους γείτονες τους θεωρούσα συγγενείς μου! Έτη φωτός απέχουμε από την εποχή εκείνη!
Ας είναι…
Αφού είπαμε τα τυπικά και συνήθη σε αυτές τις περιπτώσεις, μου λέει η συγκάτοικος:
«Σας παρακαλώ, γιατρέ μου, ζητώ την κατανόησή σας τόσο σαν επιστήμονα όσο και συνανθρώπου μου…»
«Μα τι συμβαίνει, αγαπητή κυρία; Πέστε μου σας παρακαλώ…»
«Θα σας πω, Γιατρέ μου, θα σας πω. Να, κάθε νύχτα και πάντοτε κατά τις 2 προς το πρωί, σας ερωτώ, γιατί βάζετε έστω και πολύ χαμηλά δεν λέω, μουσική στο σπίτι σας; Ναι μεν η μουσική μου αρέσει, αλλά όταν την ακούω τέτοιαν ώρα, δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Ακούω το ένα τραγούδι, ακούω το άλλο και ξαγρυπνώ περιμένοντας ποιο θα είναι το επόμενο, το μεθεπόμενο και πάει λέγοντας. Αυτό, όπως βέβαια γνωρίζετε πολύ καλά, κρατάει μία ώρα ακριβώς. Μετά, απόλυτη σιγή μεν, αλλά εγώ, τι τα θέλετε αδύνατον να κοιμηθώ ξανά. Προσπαθώ, μα όσο εγώ κάνω αυτό, τόσο ο ύπνος απομακρύνεται για τα καλά. Σηκώνομαι από το κρεβάτι μου και σαν το φάντασμα κάνω ορισμένες δουλειές του νοικοκυριού μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Και εκεί κατά το ξημέρωμα, με πιάνει ο ύπνος και δεν έχω ξυπνημό. Πώς να σηκωθώ και να πάω στη δουλειά μου, πράγμα που για να το αποφύγω δεν γίνεται δυστυχώς. Και όλη την ημέρα σέρνομαι. Όχι να δουλέψω δεν μπορώ, (πού να την βρω την όρεξη!) έτσι που φοβάμαι μη και χάσω τη δουλειά μου, που σημειωτέον τρόμαξα και να την βρω. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, καλέ μου γείτονα, μη μου το κάνετε αυτό. Έχουν σπάσει τα νεύρα μου και άλλο δεν αντέχω…»
Την άκουγα εμβρόντητος. Σε μένα συμβαίνει αυτό; Μα ούτε η γυναίκα μου ούτε εγώ ακούμε μουσική νυχτιάτικα και ούτε τα νήπια παιδιά μου βεβαίως βεβαίως. Άλλο ένα περίεργο μέσα στα τόσα που συχνά πυκνά συμβαίνουν στη ζωή μου… Για να συμβαίνει κάτι με τη γυναίκα αυτή το αποκλείω, ούτε καν το συζητώ. ΚΑΤΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ της εννοώ. Φαινόταν να είναι στα πολύ καλά της. Ούτε σημάδια παραξενιάς ούτε σημάδια υστερίας. Έχω μάθει πια να τα αναγνωρίζω.
Ο σύζυγος δεν μιλούσε.
«Και εσείς κύριε, τι λέτε;»
«Εγώ, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σας, κάθε βράδυ όταν πέφτω για ύπνο είμαι τόσο λιώμα από την κούραση που μόλις κλείσω τα μάτια μου, ούτε καλά καλά ‘’καληνύχτα’’ δεν προλαβαίνω να πω στη γυναίκα μου. Ξυπνάω το πρωί πια και μόνο με το κτύπο του ξυπνητηριού, για να πάω στη δουλειά μου.»
Μάλιστα. Και ύστερα μιλάμε για υπογεννητικότητα και πράσινα άλογα. Κάποτε το κρεβάτι δεν ήταν ΜΟΝΟ για ύπνο!
Και συνέχισε: «Επομένως δεν έχω ιδίαν αντίληψη. Αλλά για να το λέει η Λυδία, έτσι θα είναι. Δεν την έχω δει ξανά σε τέτοια κατάσταση. Λοιπόν, γιατρέ μου, τι νομίζετε ότι πρέπει να γίνει;…»
«Για μια στιγμή, βρε παιδιά, πώς και είστε πια τόσο σίγουροι ότι τα τραγούδια κι οι χοροί ακούγονται από το δικό μου διαμέρισμα; Γιατί όχι από τα άλλα τα δορυφορικά μου;»
«Γιατρέ, το ελέγξαμε. Ρωτήσαμε τους πάνω, τους κάτω, τους εκ δεξιών, τους εξ ευωνύμων και μείνατε μόνον εσείς. Άρα;»
«Για, μισό λεπτό. Τι είδους μουσική υποτίθεται πως εκπέμπω; Συμφωνική, άριες, ελαφρά μουσική, λαϊκά, κλαρίνα;»
«Καλά καλά γιατρέ, αφήστε την ειρωνεία. Εδώ εγώ υποφέρω κάθε νύχτα και σεις με κοροϊδεύετε; Σαν γιατρός που είστε, δεν θα έπρεπε περισσότερο από τον οποιονδήποτε άλλον να με καταλαβαίνατε;»
«Κυρία μου, σας παρακαλώ, δεν ειρωνεύομαι. Πιστέψτε με, καταβάλλω προσπάθεια να προσεγγίσω το θέμα όσο πιο κομψά μπορώ. Γιατί εγώ, ούτε CD player αφήνω στην πρίζα, ούτε με τη μπαταρία το αφήνω στο stand by. Οπόταν, να μην αναρωτηθώ ο έρμος από πού πηγάζει η μουσική που αναμφίβολα ακούτε νυχτιάτικα; Μα δεν το βλέπετε ότι προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει επιτέλους; Η γυναίκα μου δεν ακούει ποτέ μουσική. Μήτε μέρα, μηδέ βράδυ. Πόσο μάλλον μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Τα νήπια δεν ξέρουν ακόμη, ευτυχώς, πώς να χειριστούν τα στερεοφωνικά μου. Όσο για μένα, χμ, επιτρέψτε μου μίαν ερώτηση: Αν ΕΓΩ ήμουν ο μεταμεσονύκτιος ακροατής, ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΗΞΕΡΑ;;; Σημειώσατε δε ότι την παρούσα περίοδο ούτε φιλοξενουμένους έχουμε στο σπίτι. Οπόταν ΠΟΙΟΣ;
Για σκεφτείτε το σας θερμοπαρακαλώ…
Το μόνο που μπορώ να σας υποσχεθώ είναι ότι θα ελέγξω όλες τις πηγές μουσικής που υπάρχουν στο σπίτι, μήπως και κάτι μου έχει ξεφύγει. Και βέβαια θα σας ενημερώσω…»
Οι άνθρωποι με χαιρέτησαν και έφυγαν απογοητευμένοι, γιατί ήλπιζαν να τους πω ότι, ναι εγώ ήμουν ο D.J. που είχα τη συνήθεια, το βίτσιο καλύτερα, να κοιμάμαι με μουσική υπόκρουση στα όνειρά μου αυτή τη συγκεκριμένη ώρα του ύπνου μου. Αυτό είχαν ελπίσει και αφού είδαν ότι είχα πλήρη άγνοια όντως, απογοητεύτηκαν οι άνθρωποι.
Ανέβηκα σπίτι και έλεγξα εξονυχιστικά τα πάντα, ΤΙΠΟΤΑ. Ε, τι να σας κάνω μαντάμ; Λυπάμαι που θα σας στενοχωρήσω ξανά μανά, μα το κουβαδάκι σας και σ’ άλλη παραλία να βρείτε τον ένοχο…
Βρίσκω τον εκτελούντα χρέη και διαχειριστή θυρωρό, και τον ενημερώνω. Τέτοια θέματα κοινού ενδιαφέροντος και ευθύνης δεν λύνονται ούτε στις εισόδους των πολυκατοικιών ούτε από τηλεφώνου. Του ζήτησα να καλέσει σε συνέλευση τους ενοίκους. Πάνω από 100 νοματαίοι όλοι μας, δηλαδή περισσότεροι από ό,τι σε ένα Ελληνικό ορεινό χωριό, όχι μόνον το χειμώνα μα και το Καλοκαίρι! Θα έθετα προς συζήτηση μεταξύ των άλλων θεμάτων που μας αφορούσαν όλους και το συγκεκριμένο, μήπως και βγάζαμε μιαν άκρη.
Η γυναίκα είχε όντως πρόβλημα έστω και μελωδικό. Όσο μουσικόφιλος κι αν είσαι, όταν υποχρεώνεσαι ν’ ακούσεις κάτι που δεν θέλεις και κυρίως την ώρα που δεν θέλεις, ε, πώς να το κάνουμε κλωτσάς. Και ο γάμος π.χ. σου αρέσει, μα με το ζόρι τον σιχαίνεσαι! Κάπως έτσι και με την κυρία και τη μεταμεσονύχτια καντάδα, όχι έξω από το μπαλκόνι της, αλλά μέσα απ’ αυτό!
«Λοιπόν, κυρίες και κύριοι, την προσοχή σας παρακαλώ. Έχουμε μεταξύ όλων των άλλων σοβαρών θεμάτων, (προβλημάτων θα έλεγα καλύτερα, που πάνω κάτω είναι γνωστά τοις πάσι) και ένα, που ζητά απεγνωσμένα τη λύση του. Αφορά κατά τη γνώμη μου, τέσσερα διαμερίσματα συγκατοίκων μας. Δηλαδή το άνωθεν του διαμερίσματος της κυρίας που έχει το πρόβλημα, το εκ δεξιών της, το εξ’ αριστερών της και το… από κάτω της!!!
Υπάρχει στην πολυκατοικία μας κάποιος μουσικολάτρης που έχει το βίτσιο να ακούει μουσική στις 2-3 το πρωί, αφήνοντας την κυρία συγκάτοικό μας ξάγρυπνη. Και αυτό, κάθε βράδυ ανελλιπώς, εκτός Σαββάτου και Κυριακής.
Παρακαλείται ο δράστης, ο ενοχλών να πω καλύτερα, να σταματήσει τη Μικρή Νυχτερινή Μουσική είτε αυτή είναι του Μότσαρτ είτε άλλου Συνθέτη. Το όνομά του δεν θα γίνει γνωστόν, εάν ο ίδιος δεν θέλει να εκτεθεί. Αν όμως δεν συμμορφωθεί εντός δύο ημερών αρχής γενομένης από την αποψινή βραδιά, τότε θα καλέσουμε ραδιογωνιόμετρο που βέβαια θα εντοπίσει την πηγή της μουσικής οπόταν, κατά δήλωση της παθούσης, εκείνη θα υποβάλει μήνυση. Η κυρία ευγενικά, τον ή την προειδοποιεί. Αν δεν εισακουστεί η παράκλησή της, τότε και εκείνη θα προβεί στα δέοντα… Και εξυπακούεται, τα έξοδα θα επιβαρύνουν τον μουσικόφιλο που μισεί και παραβιάζει τον κώδικα κοινής ησυχίας, που ειρήσθω εν παρόδω, είναι γύρω στα 300 ευρώ.
Πέρασε η πρώτη ημέρα του τελεσιγράφου.
Περνάει και η δεύτερη …
Μα συμμόρφωση καμιά. Η μουσική τη δουλειά της…
Τέτοια αναισθησία πια;
Έρχεται το μηχάνημα, που στους συγκατοίκους μιας κάποιας τσιμπημένης ηλικίας φέρνει θύμησες ανατριχιαστικές…
Οι ένοικοι όλοι ειδοποιημένοι. Το μηχάνημα στήνεται και έτσι και εντοπιστεί η πηγή της μουσικής, θα κτυπήσουν το κουδούνι και παρουσία εισαγγελικού λειτουργού θα κάνουν έρευνα στο εν λόγω διαμέρισμα.
Ώρα 01.45 π.μ.
Ώρα 01.50 π.μ.
Ώρα 02π.μ. on the dot (ακριβώς).
Πιάνει δουλειά το ραδιογωνιόμετρο …
Και:
Να την, να’ την, η κόρη η καλή της Μούσας μας της Μουσικής, η Ευτέρπη…
Αρχίζει από το δικό μου σπίτι.
Η Ευτέρπη απούσα από εδώ.
‘’Τα ’δες, κυρία μου, που σου τα έλεγα και δε με πίστευες;’’
Ούτε στο δεξί διαμέρισμα.
Ούτε στο από πάνω της.
Ούτε στο… από κάτω της!!!
Και τότε; Πού στο διάβολο είναι;
«Μα κυρία μου, ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ» της λέει ο χειριστής του διαβολικού μηχανήματος.
«Πώς το είπατε αυτό, κύριε χειριστή του εργαλείου σας; Μας το λέτε ξανά;»
«Ευχαρίστως. Η μουσική βγαίνει από το διαμέρισμά σας. ΤΟ ΕΜΠΕΔΩΣΑΤΕ, κυρία μου; Είναι στο ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΠΙΤΙ. Είπα και λάλησα. Μου επιτρέπετε να ρίξω μια ματιά σε εκείνον το μικρό χώρο απέναντι στο μπάνιο σας;»
«Μα εκεί δεν είναι παρά μια αποθηκούλα και έχω μόνο το κινητό μου που κάθε βράδυ το φορτίζω.»
«Και καλά κάνετε. Μόνο φροντίστε να ξεπρογραμματίσετε την εκπομπή του ραδιοφώνου του, που είναι προγραμματισμένη καταφανώς να ενεργοποιείται στις 02 η ώρα το πρωί.
Είτε κάποιος σας έκανε αυτή την πλάκα-φάρσα, είτε έγινε από κάποιο λάθος χειρισμό. Ευαίσθητα μηχανήματα τα άτιμα!
Κυρία μου, περαστικά σας. Παρακαλούμε 300 ευρώ για τις υπηρεσίες μας και πάντοτε στη διάθεσή σας. Χαιρετούμε…»
Ο διαχειριστής και εγώ δώσαμε το λόγο μας, λόγο κυρίων, ότι δεν θα πούμε τίποτα στους ενοίκους και γελοιοποιηθεί η συμπαθής κυρία. Η οποία και τι να πρωτοσκεφτεί; Το ρεζίλεμα που υπέστη έστω και από λίγους εκ των συγκατοίκων της, ή τα πανέμορφα χαμένα 300 ευρώ της που τα μάζευε τόσον καιρό για να αγοράσει εκείνη την όμορφη τσάντα με τα ασορτί παπούτσια που φλέρταρε στη βιτρίνα του καταστήματος της γειτονιάς της!!!
Λένα Μαυρουδή Μούλιου