Το γενικό νεκροκρέβατο του χωριού κατέφθασε στο κονάκι του Βάσιλα να τον μεταφέρει στην στερνή του κατοικία. Η Δέσποινα, με κόκκινα μάγουλα απ’ τα γένια των ανδρών της φαμίλιας του συζύγου της που την συλλυπούνταν, στεκόταν στη μέση της γιγάντιας σάλας μέσα στα μαύρα επιβλητικά ρούχα που της έβαλαν να φορέσει. Η μαύρη εκείνη μαντήλα ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με τα ξανθά της μαλλιά. Μπροστά της, ο μακαρίτης: στρουμπουλός, ασπρομάλλης.
Πώς βρέθηκε εκείνη εδώ; Ας όψεται η ανάγκη! Την είδε ο Βάσιλας ένα πρωί να περνοδιαβαίνει το στενό του, τ’ άρεσε και την ζήτησε γυναίκα. Άρχοντας αυτός, εκείνη φτωχή, δέχτηκε παρ’ όλα τα τριάντα χρόνια που είχαν διαφορά. «Βασίλισσα θα σ’ έχω», της είπε. «Στ’ όνα μου πόδι εσύ και στ’ άλλο τη λύρα». Γλεντζές ήταν πάντα, αυτό φαινόταν. Όρισαν και τους αρραβώνες κι επάνω στο ξεφάντωμα ολάκερο αρνί κατέβασε ο ευλογημένος, σχεδόν αμάσητο. Τρανταζόταν το κονάκι συθέμελο από τα τραγούδια και την λύρα του, δεν είχαν τα χωρατά τελειωμό. Ώσπου έπεσε η λύρα απ’ το γόνατό του κι εκείνος με τη σειρά του απ’ την καρέκλα. Γίνηκε τότε στο συμπόσιο χαμός μεγάλος, ψάξανε γιατρό, κι αυτός ο μόνος πανταλονάς της παρέας πασπάτεψε το άψυχο πια κορμί του Βάσιλα: «Πηγαίνετε σπίτια σας, κοπέλια», έβγαλε τη διάγνωση. «Ο οικοδεσπότης σας κοιμάται τον αιώνιο ύπνο».
Αστραπή πήγαν τα νέα σ’ όλο το χωριό: «Αμ’ είδες ήντα ‘παθε ο άμοιρος ο Βάσιλας; Στο τσιμπούσι του απάνω πέθανε!»
«Απ’ το Θεό ήτανε, Μαριώ, απ’ το Θεό! Τι τονε θέλει στα πενήντα τον γάμο με τη μικρή; Γλύτωσε κι αυτή η παντέρμη!» αντιλαλούσαν οι μαχαλάδες κουτσομπολιό πρώτης τάξεως. Όμοια και τώρα το κουτσομπολιό αστροπελέκι στ’ αυτιά της Δέσποινας. Όλοι οι παρευρισκόμενοι είχαν κάτι να πουν γι’ αυτήν, έστω κι αν ήρθαν να συλλυπηθούν πένθιμα για τον μακαρίτη. «Καλέ, κοίτα την! Σαν καλάμι είναι. Δίπλα στον άρχοντα θα φαινόταν κουνούπι…»
«Μωρέ τι λες; Ωραία κοπέλα είναι! Και πολλή για τον γέρο θα ’ταν σου λέω. Θυμάσαι τον ξάδελφο τ’ ανδρός μου; Αν την προξενεύαμε…»
«Λες να πάρει και περιουσία; Σιγά μην της αφήσουν οι χαραμοφάηδες οι συγγενείς του Βάσιλα!»
«Δε μου λες… με αρραβώνα λογιέται χήρα;» και δώσ’ του ερωτήσεις μπρος τον νεκρό.
Οι δε συγγενείς, σαν σατανάδες τής φαίνονταν με τα μαύρα. Ποτέ δεν της είπαν λόγο καλό. Ποτέ δεν την ήθελαν στην φαμίλια τους. Ας είναι, είχε μπει κι ας μην το ήθελε ούτε εκείνη. «Βασίλαινα», είπε ο Γιώργης, ο μικρότερος αδελφός του άνδρα της κοιτώντας τη βέρα στο χέρι της. «Ζωή σε λόγου σου» και τη φίλησε σταυρωτά. Τα κατσαρά του γένια έγδαραν σαν τρίφτης τα ροδαλά μάγουλά της. Ποτέ ξανά δεν την προσφώνησαν έτσι. Ο αρραβώνας της ήταν για πολλούς ένα λάθος που δεν είχε γίνει.
Κατάφθασε και η φαμίλια του Χατζηχρήστου, καπετάνιου απ’ το δίπλα χωριό. Μπροστά αυτός, γέρος καθώς ήταν καβαλάρης, πίσω οι γιοι του και οι γιοι των γιών του και πήγαινε λέγοντας η πομπή μπροστά πατέρας, πίσω γιος και τελευταία τα γυναικόπαιδα. Μαυροντυμένοι αντρακλάδες με τα γιαταγάνια στο ζωνάρι, στιβάνια λασπωμένα και γένια πέντε δάκτυλα, μπήκαν στο αρχοντικό. Ο Χατζηχρήστος θα ‘ταν δε θα ‘ταν δυο φορές στα χρόνια του Βάσιλα. Πήγε κοντά στο κιβούρι, το χτύπησε απαλά με την γκλίτσα του και ψιθύρισε κάτω απ’ το πυκνό κατάλευκο μουστάκι: «Άτιμε Χάρε! Άτιμε…»
Ήρθαν τα παλικάρια, φορτώσανε το σώμα στο νεκροκρέβατο, το πήραν στους ώμους και κινήσανε. Μπροστά ο Παπασάββας με το θυμιατήρι, δίπλα οι ψάλτες κι έπειτα όλη η μαυροφορεμένη πομπή περνούσαν τα στενά μέχρι την εκκλησιά. Τα ίδια στενά που θα ‘στρωνε ο Βάσιλας με ρόδα, κατά πως είπε της Δέσποινας, την μέρα του γάμου τους.
«Καλέ Μαριώ, πότε θ’ ανοίξουνε τη διαθήκη;»
«Γιάντα θες να μάθεις;»
«Γιατί, συ Μαριώ δεν έχεις περιέργεια;»
«Αμ’ δεν έχω, λέει; Έχω! Να μωρέ, αύριο θα την ανοίξουνε. Αύριο το σούρουπο. Θα πάω κει, στον μαχαλά έξω απ’ το κονάκι μπας και πάρει τ’ αυτί μου τίποτα».
Λίγο πριν να δύσει ο ήλιος, ο Γιώργης έδεσε το μαύρο κεφαλομάντηλό του σφιχτά. «Α ρε μάνα, δίκιο που ‘χες… αλλά πού να σ’ ακούσει ο άρχοντας ο άντρας σου. Ποτέ δεν άκουγε αυτός γυναίκες, λες κι ήταν ατιμία!» Μα ο Γιώργης δεν ήταν σαν τον κύρη του. Τις άκουγε, κι είχε από τότε κακό προαίσθημα με την κληρονομιά. Καλώς είχε η μάνα του ενδοιασμούς: η κληρονομιά έπρεπε να μοιραστεί στους τρεις γιούς, όχι μόνο στον πρωτότοκο. Πάντα ήταν απερίσκεπτος ο Βάσιλας. Να δούμε τώρα τι σόι διαθήκη άφησε…
Καβαλίκεψε το μαύρο άτι του και κίνησε για το αρχοντικό. Πρώτη αντίκρισε την κυρά Βασίλαινα. Ο Σήφακας, ο μεσαίος αδελφός ήταν επίσης εκεί. Έξω, στον αυλόγυρο του σπιτιού περίμενε η οικογένεια των κληρονόμων. Ο Γιώργης δεν είχε οικογένεια. Η μόνη γυναίκα που αγάπησε ήταν η Χιώτισσα η Δέσποινα. Την γνώρισε στη Χίο και της ζήτησε να πάνε στην πατρίδα του, την Κρήτη να την γνωρίσει στους δικούς του, να ορίσουνε γάμο. Πριν προλάβουν να συστηθούνε όμως, ο Βάσιλας την έβαλε στο μάτι. Την δικαιούταν, είπε. Ήταν πρωτότοκος, ήταν και άρχοντας. Αυτός είχε το μισό χωριό, ενώ ο Γιώργης ένα φτωχοκαλύβι στους πρόποδες του Ψηλορείτη και ένα κοπάδι γίδες. Τι άλλο να ‘κανε; Έπρεπε να πάρει τα κάτω, κι ας ήξερε πως θα δυστυχούσε κι αυτός και η κοπέλα. Ένιωθε ίδιος ο Ερωτόκριτος.
Χαιρέτησε αμήχανα τον αδελφό του και την Βασίλαινα και μπήκαν μέσα. Ο Παπασάββας κρατούσε ένα χαρτί και το μελετούσε ώρα πολλή, παρ’ όλο πού ‘τανε σφραγιστό. Έπειτα έτεινε το βλέμμα στον Σήφακα, τον νέο αρχηγό της φαμίλιας, για να ζητήσει άδεια ν’ αρχίσει την ανάγνωση. Μ’ ένα νεύμα, άνοιξε την διαθήκη: «Εγώ, ο Βάσιλας, ο άρχοντας, γιος του καπετάν Άρη…»
«Σε ξέρουμε, ωρέ, δεν σε ξέρουμε;» έτριξε τα δόντια ο Σήφακας κάτω απ’ τα ψαρά του μουστάκια. Πήρε μια κοφτή ανάσα και εστίασε στα επόμενα λόγια του παπά που φαίνονταν να τον ενδιαφέρουν πιο πολύ: «Στον αδελφό μου Σήφακα δίνω το άτι και το γιαταγάνι του πατέρα μας…» Κόμπασε ο παπάς, σήκωσε τα μάτια από το χαρτί και έπειτα τα ξανακατέβασε βιαστικά, μη θέλοντας να αντικρίσει το βλέμμα του Σήφακα: «Δεν έχει δικαιοδοσία σε τίποτα άλλο πέραν αυτών των δύο.» Χλόμιασε όταν κατάλαβε πως εκείνη όλη η περιουσία γλίστρησε από τα χέρια του. Σεβάστηκε, όμως, το πένθος, δεν παρεκτράπηκε. Αρκέστηκε στο να δαγκώνει το μουστάκι του νευρικά όλη την υπόλοιπη ώρα.
«Στον αδελφό μου Γιώργη δίνω το δικαίωμα να διαχειρίζεται τα κοπάδια μου. Τα έσοδα όμως θα είναι μέρος της περιουσίας μου, την οποία δίνω στην γυναίκα μου, Βασίλαινα». Ήταν σειρά των άλλων δύο να χλομιάσουν τώρα: ο Γιώργης, γιατί κατάλαβε πόσο χαμηλά τον είχε ο αδελφός του ο Βάσιλας και η Δέσποινα, γιατί κατάλαβε πόσα προβλήματα θα δημιουργούνταν απ’ αυτή την κατάσταση. Ακούστηκε ο κρότος από μια γλάστρα που έσπαγε με πάταγο. Ίσως να ‘ταν γάτος, ή κάποιος που τ’ αυτιά του άρπαξαν τα παράξενα νέα και εξεπλάγη. Πάντως, κανείς δεν έδωσε σημασία. Είχαν άλλα κατά νου.
[…]
«Πέρασαν σαράντα μέρες κι ο Σήφακας τίποτα δεν έκανε! Μα την Παναγιά, νόμιζα πως θα την σκότωνε την ίδια ώρα την κοπελιά!»
«Γιάντα να τηνε σκοτώσει; Ρεζιλέφτηκε σ’ όλο το χωριό, πάει πια, τέλειωσε Μαριώ!» «Γιάντα, λέει; Ολόκληρη περιουσία πήρε, δεν το ‘δες; Καλά το ‘λεγε η γριά Αστέρω: Μάγισσα θα ‘ναι και μάγεψε τον άρχοντα τον μακαρίτη!»
«Μωρέ, σου λέω άκουσα πως τού ‘τξε να τον γεροκομήσει, γι’ αυτό τα ‘δωσε όλα διαθήκη! Μα ο Γιώργης γιατί δεν είπε τίποτα; Του φόρτωσαν να ταΐζει ξένο κοπάδι χωρίς ανταμοιβή και τίποτα δεν έκανε! Πολύ μαλθακός δεν είναι; Δίκιο είχε η μαμού που ‘πε πως θα ‘βγαινε κορίτσι το παιδί. Κορίτσι είναι στην ψυχή και στο κορμί του άνδρας!»
«Σου λέω, Μαριώ, έπρεπε να πάρει το ντουφέκι ν’ ανταμώσει τον Σήφακα να ξηγηθούνε πώς να πάρουν πίσω την περιουσία απ’ τα ξένα τα χέρια! Καλά έλεγε η κερά Χρίσταινα πως-
Μια πιστολιά τούς έκοψε την κουβέντα.
Ολόκληρη η οικογένεια του Σήφακα ταμπουρώθηκε έξω απ’ το κονάκι της Βασίλαινας. Ζητούσαν να τους δώσει όλα όσα της άφησε ο μακαρίτης κι αυτή αρνιόταν, από πείσμα το δίχως άλλο. Το ‘μαθε ο Γιώργης και πήρε όλα τα βοσκόπουλα τους φίλους του να αναμετρηθούνε με τον αδελφό του, να προστατέψουν την Βασίλαινα. Αντικριστά σε δυο λόφους οι δυο πλευρές ταμπουρωμένες έδωσαν στα ντουφέκια φωτιά. Κάτω στο χωριό οι γέροι χαίρονταν να βλέπουν νέους να υπερασπίζονται την τιμή, άλλοι θύμωναν με τον Σήφακα και την αλαζονεία του και άλλοι κατηγορούσαν τον ίδιο τον Βάσιλα γι’ αυτό όλο το κακό.
«Δέσποινα, συγχώρα με. Εγώ φταίω για όλα αυτά που τραβάς τώρα…»
«Φταις που με ‘φερες εδώ, Γιώργη, δεν φταις που μ ‘αγάπησες. Κι εγώ σ’ αγαπώ ακόμα. Μα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι.»
«Σαν αποθάνω, άνοιξε και διάβασέ το». Ήταν ένα διπλωμένο χαρτάκι που από τότε η Δέσποινα είχε πάντα στον κόρφο της.
Το απόγευμα πήγε ο Γιώργης να βρει τον Σήφακα: «Αδέλφι, έλα να μετρηθούμε οι δυο μας. Αν με σκοτώσεις, πάρε τα πλούτη που ζητάς. Αν όχι, θα αφήσεις ήσυχη την κοπελιά!»
«Για κοίτα, μπρε! Με απειλεί αμούστακο βοσκόπουλο!» έφτυσε σχεδόν την τελευταία λέξη. Ο Γιώργης χάιδεψε τα γένια του -μακρύτερα και πυκνότερα απ’ του αδελφού του, ίσως να ‘ταν σχήμα λόγου- Καθάρισαν τον τόπο από πέτρες και στάθηκαν αντικριστά. «Δεν έχω σκοπό να σε σκοτώσω, αδελφέ.» είπε ο Γιώργης και έριξε χάμου το γιαταγάνι του. Ο Σήφακας δεν αντέδρασε. Έσφιξε τις γροθιές του, δάγκωσε το μουστάκι του και ξεφύσησε σα βόδι. Χτύπησε τα μαύρα στιβάνια του στο χώμα και σκόνη σηκώθηκε ίσαμε την ελιά από πάνω τους. Ο ήλιος ήταν προς την δύση του. «Τι περιμένεις, αδέλφι; Έλα. Αρχίνα πρώτος…»
Η Δέσποινα καθόταν μπρος στο παράθυρο της κάμαράς της. «Απαίσιο νησί, συλλογιόταν. Να μου λείπουν οι λεβέντες. Κάλιο να μην σε γνώριζα ποτέ μου από κοντά, Κρήτη. Μέσα απ’ τα μάτια του Κορνάρου είσαι καλύτερη…» Ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ.
«Μπάστε». Ήταν ένας υπηρέτης.
«Αφέντρα, σε θέλει…» μα πριν προκάνει να πει τίποτα άλλο, μπήκε μέσα ο Σήφακας, θεριό, μαυροφορεμένος, σκοτεινός.
«Γυναίκα, φύγε. Ο Γιώργης πήγε να βρει τον Βάσιλα κι ο λόγος του είναι λόγος ανδρός. Όλα όσα έχεις μου ανήκουν τώρα. Όλα, ακόμα κι η ζωή σου.» Η Δέσποινα σηκώθηκε αργά και τον πλησίασε πολύ.
«Καλώς τα λες, άρχοντα. Πάρε ό,τι σου ανήκει. Μα τη ζωή μου άσε την στα χέρια τα δικά μου» και με μια κίνηση πήρε το γιαταγάνι απ’ το ζωνάρι του. Το αίμα του Γιώργη ήταν ακόμη στη λεπίδα. Του έριξε μια τελευταία ματιά και το έχωσε στο στήθος της.
Το νεκροκρέβατο ήρθε για δεύτερη φορά εκείνο τον καιρό στο κονάκι. «Την παντέρμη… την έφαγε το μαράζι κι αυτοκτόνησε…» Τα κουτσομπολιά ποτέ δεν ήταν προσαρμοσμένα στην αλήθεια. Στην γωνιά ο Παπασάββας με τον παντοτινό του σύντροφο, το θυμιατήρι. Πάνω στο στήθος της Βασιλικής, ένας ξύλινος σταυρός και το χαρτάκι που οι γυναίκες βρήκαν στον κόρφο της, Μέσα έγραφε:
«Σαν άλλος Ερωτόκριτος καλή μου Αρετούσα
και την ζωή μου θα ‘δινα για σεν αν μου ζητούσαν.
Παρά κοντά και δίχα σου κάλιο να ‘μαι στα ξένα
μα δεν θα ζήσω Αρετή πολύ δίχα σου εσένα.
Εσύ απού ‘χεις την καρδιά ολάνθιστο περβόλι,
μ’ έκανες κι απ’ τα μάτια μου θα την ποτίσεις όλη»
«Μαριώ, διάβασες τις μαντινάδες που της έγραψε ο Βάσιλας; Σκέψου πόσο την αγαπούσε! Και πόσο τον αγαπούσε αυτή, να κουβαλά το χαρτί μαζί της πάντα και να πεθαίνει για χάρη του… δεν μπορούσαν, φαίνεται, χώρια…»
Για τον Γιώργη όλοι πίστευαν πως φαρμακώθηκε απού δεν άντεχε το μαράζι, κι ο άρχοντας Σήφακας, -το αποκορύφωμα του παραλογισμού αυτής της ιστορίας- μέσα στα μαύρα θρηνούσε για τους «αδικοχαμένους».
Δεν φταίει η Κρήτη μήτε ο κόσμος της. Εμείς φταίμε για κάθε φορά που ο «λαός» βγάζει λάθος συμπεράσματα κι αυτό επειδή δεν του δώσαμε σαφείς εξηγήσεις όταν τις ζητούσε…
Δαμιανή Κουμενή
…
Ωραία δομή, μπράβο!
Mπράβο Δαμιανή μου.
Απίθανο!!
κ εις ανώτερα!
Παρά πολύ καλό.
Καταπληκτικό, συγχαρητήρια…
Πολύ ωραίο!
Είναι πολύ ωραίο!
Πολύ ωραίο διήγημα!
Τελειο!!!!!!!!
Απλά φανταστικό!!!!!!!!
Πολύ ωραίο !
Με νόημα
Πολύ ενδιαφέρον!!!
Εξαιρετικό διήγημα
Πολύ ωραίο :))
Ekseretiko
Πολύ ωραίο!
Excellent
Nice
Ωραιο!
Καλό!
Μπράβο πολύ ωραίο!
ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ!
TELEIO!
Ωραιότατο!
Εξαιρετικό!!
Μπράβο σου Δαμιανή μου αξίζεις τα καλύτερα!!!
Πάρα πολύ καλό!
Υπέροχο διήγημα ! Μπράβο σου!
Εξαιρετική προσπάθεια!!
Πολυ ωραιο
It’s wonderful..
Πολύ ωραιο
Τέλειο
Φοβερό διήγημα!!!
Πολύ ενδιαφέρον διήγημα!!
Πολυ ωραιο
Πολύ καλό, μπράβο!!!
Πολύ καλό! Μπράβο
Πολύ ωραιο
Θαυμάσιο εργο
Excellent
Μπράβο άξια
Απλά ωραίο
Πολύ καλό
Υπέροχο
Very good μου άρεσε
Πράγματι ωραίο
Πολύ καλο
ωραίο!
Υπέροχο αλήθεια
Ενδιαφέρον πολύ
Ωραίο εξαιρετικο
Moy arese
Amazing
Amazing
Μου άρεσε πολυ
Πολύ καλο
Poli oreo
Oreotato
Xxx apithano
Τέλειο!!
To kalitero twn kaliterwn siharitiria kouklara m
Φοβερό διήγημα!!!
Πολυ ωραιο
Ωραίο υπεροχο
Πολυ ωραιο
Very nice!
nice…
Εξαιρετικό συγχαρητήρια
Εύγε!!
Απλά ωραίο
Υπέροχο
Καλό αρκετά
Special φαντασία
Μπράβο σου γλυκούλα
Ωραίο διήγημα κ ωραιότατο ποίημα περιέχει μπράβο!
Υπέροχο
Μπράβο είναι κ λίγο
Πολύ καλό διδακτικό
Excellent
Μπράβο σου!
Απίθανο
Το αγάπησα
Εξαιρετικό μπράβο
Ζωντανεύει Καζαντζάκη και Ξυλούρη. Λατρεύω την Κρήτη, το λάτρεψα κι αυτό. Συγχαρητήρια, απίθανο!
Χάρηκα που διάβασα τόσο ωραίο κείμενο
Bravo
Very good
Yperoxo
Πολυ ωραιο
Μου αρεσε μπραβο
Μπράβο σου!!!
Τελειο!!!συγχαρητηρια
Υπέροχο!!
Ωραίο
Τελειο
Καλό
Good I like it
Ωραίο θεατρικό
Κοινωνικό διήγημα
Βραίο
Το καλύτερο!
Very good
Πολύ καλό
Ευγε
Πολύ όμορφο διήγημα.
Μου άρεσε πολύ!
Πολύ καλό διήγημα, μπράβο.
Ωραιότατο
Πολυ καλο
Ωραίο
Τέλειο
Αρκετά καλό
Very good
Πολύ ωραίο
Special
Ωραιότατο
Wonderful
Ωραίο συγχαρητήρια
Τέλειο καρδούλα μου
Μπράβο! Ψηφίζω!!
Ωραιο
Μου αρεσε πολυ
Πράγματι ωραίο! Μπραβο
Υπέροχο!!!!
Τελειο
Φανταστικό
Ωραίο!!!!!
Εξαιρετικό!!!
Ονειρεμένο
Άριστο!!!
Πολύ ωραίο
Ωραιότατο
Μπράβο
Excellent
Υπέροχο
Excellent
Πολύ ξεχωριστό
Τελειο
Πολύ καλό
Good
Perfect
Πολύ ωραίο, μπράβο…
Πολύ καλή προσπάθεια
Τέλειο, μπράβο στη συγγραφέα!! Φανταστικό, μεγάλο ταλέντο!! Θυμίζει Καζαντζάκη, εύγε!!!! Απίθανοοο
Τέλειο
Ωραίο μπραβο
Ωραίο
Αρκετά μελετημένο!
Excellent
Ωραίο
Ενδιαφέρον Διδακτικό
Πολύ καλή προσπάθεια
Ωραιότατο!!!!
Φανταστικό
Ωραιότατο
Excellent
Excellent
Υπέροχο πράγματι
Μοναδικό στη φαντασία
Excellent
Πολύ ωραίο με νόημα
Ωραιότατο διδακτικό
Συγχαρητήρια
Ωραίο
Πολύ ωραίο διηγημα
Excellent
Πολύ καλό
Εξαιρετικό
Γενικά είναι απίθανο
Δεν συγκρίνεται με άλλο
Με προσοχή γραμμένο, μπράβο
Excellent
Συναρπαστικό!!!
Διαφορετικό! Βγαλμένο απ τη ζωή
Τέλειο
Τις καλύτερες εντυπώσεις, συναρπαστικό!!!
Έξυπνο διήγημα
Υπέροχο
Τέλειο πράγματι
Πολύ καλο
Υπέροχη φαντασία
Excellent
Ωραίο
Teleiooo bravo
Ωραιότατο
Excellent
Τέλειο
Excellent
Πολύ ωραίο
Excellent
Εξαιρετικό
Ωραίο
Excellent
Excellent
Ωραιότατο
Φοβερό
Εξαίρετος τρόπος έκφρασης, μπράβο στη συγγραφέα!!
Εξαιρετικό!!!!!!!!!!
Το ψηψίζω, γιατί έχει περισσότερο νόημα από όλα τα άλλα!
Πολλα ωραίο μπράβο
Πάρα πολύ καλό… λες και βλέπω τις σκηνές να ξετυλίγονται μπρος στα μάτια μου! Συγκηνιτικό, εύγε. Πάντα τέτοια να διαβάζουμε
Ψηφίζω!
Απίθανο νόημα!
Μπράβο, υψηλού επιπέδου η γλώσσα που χρησιμοποιάς!!
Τέλειο θεατρικό μπραβο
Excellent
Πολύ ωραίο
Εξαιρετικό
Excellent
Ωραιότατο
Αρκετά καλό
Πολύ ωραίο διήγημα
Τέλειο
Ωραίο
Excellent
Ωραίο
Excellent
Ωραιότατο
Στην εκπνοή του χρόνου ας ψηφίσω κι εγώ… Είναι το καλύτερο από όλα! 😉 Τέλειο <3
Υψηλού επιπέδου διήγημα
Excellent
Εισα και η πρωτη
Εξαιρετικό
Ωραίο πολύ
Τέλειο <3
Ωραιότατο!
Παρά πολύ ωραίο
Excellent
Ωραίο
Τέλειο
Πολύ ενδιαφέρον
Ωραίο μπράβο
Πολύ καλό διήγημα
Excellent
Ψηφίζω στην εκπνοή του χρόνου! Υπέροχο!!
Ωραίο
Excellent
Υπέροχο μπράβο
Ωραίο
Excellent
Ωραίο
Υπέροχο μπράβο
Συναρπαστικό
Excellent
Άριστο
Ωραίο
Μου άρεσε
Πολυ ωραίο
Μπράβο Δαμιανή πολύ ωραίο
Excellent
Υπέροχο!!!!
Ωραίο
Τελικά απερίγραπτα ωραίο
Πολύ ωραίο
Εξαιρετικό
Excellent
Ωραίο!!!!!
Υπέροχο
Τέλειο εξαιρετικό
Excellent
Πολύ ωραίο
Ωραιότατο!!!!!
Τέλειο
Excellent
Τέλειο και στη φαντασία άριστο
Πολύ ωραίο
Excellent
Τέλειο!!!!!!
Excellent
Excellent