Σ’ ένα όμορφο παλάτι,
Στα χρόνια τα παλιά,
Γεννήθηκε η μικρή Χιονάτη,
Με ολόμαυρα μαλλιά…
Είχε κόκκινα τα χείλη,
Και το δέρμα της λευκό,
Ήταν στο βασίλειο,
Το πιο όμορφο μωρό…
Όμως μια πικρή βραδιά,
Η βασίλισσα αρρωσταίνει,
Στο κρεβάτι έπεσε,
Σιγά σιγά πεθαίνει…
Ο βασιλιάς παντρεύεται,
Μία άλλη γυναίκα,
Να μη μείνει η κόρη του
Μόνη χωρίς μητέρα…
Μα η νέα μας βασίλισσα,
Άκαρδη είναι και σκληρή,
Τη μικρή Χιονάτη,
Να διώξει έχει βαλθεί…
Για να την έχουν μόνη της,
Αρχηγό στον τόπο,
Να ’χει τον πλούτο ολάκερο,
Και του στρατού τον λόγο…
Σ’ ένα στρατιώτη εντολή
Να τη σκοτώσει δίνει,
Μες στο δάσος το πυκνό,
Ίχνος της να μην μείνει…
Μα ο καλός στρατιώτης της,
Λυπόταν να σκοτώσει,
Της μικρής πριγκίπισσας
Την καρδιά να παραδώσει….
Έτσι κλαίγοντας της λέει,
Να φύγει μακριά,
Κι’ ενός μικρού ελαφιού
Πηγαίνει την καρδιά…
Η Χιονάτη φοβισμένη,
Μες στο δάσος τριγυρνά,
Ώσπου βλέπει ένα σπιτάκι,
Με παράθυρα ανοιχτά…
Όπως ήταν κουρασμένη,
Απ’ τον δρόμο τον πολύ,
Πέφτει σ’ ένα Κρεβατάκι,
Να αποκοιμηθεί…
Μα σε λίγο επιστρέφουν,
Επτά νάνοι σε σειρά,
Την κοπέλα όλοι βλέπουν,
Να κοιμάται και ρωτάν.
Ποια να είναι η κοπέλα,
Και τι θέλει εδώ νά;
Ευθύς την εξυπνάνε,
Κι’ αρχίζουν να μιλάν…
Τους είπε Χιονάτη μας,
Την θλιβερή ιστορία,
Και έτσι αποφάσισαν,
Να γίνει του σπιτιού κυρία.
Όμως η βασίλισσα,
Μαθαίνει ότι ζει,
Και ένα νέο σχέδιο,
Ετοιμάζει στη στιγμή.
Τα μαγικά τα ξόρκια της,
Έτσι ξεκινά,
Και ευθύς μεταμφιέζεται,
Σε γλυκιά γιαγιά.
Παίρνει ένα καλάθι,
Με μήλα φορτωμένο,
Και στο χέρι της κρατά
Ένα δηλητηριασμένο….
Μόλις φύγανε οι νάνοι,
Στο σπιτάκι φτάνει,
Με όλη της τη δύναμη,
Τη φωνή της βάνει.
Άνοιξε, κοπέλα μου,
Είμαι φτωχή γριά,
Αγόρασε ένα μήλο,
Άντε να ’σαι καλά….
Λυπήθηκε η Χιονάτη,
Τη φτωχή γριά,
Στο δηλητηριασμένο μήλο,
Δίνει μια δαγκωνιά.
Ευθύς νιώθει μια ζάλη,
Ο κόσμος σκοτεινός,
Στο πάτωμα σωριάζεται,
Χωρίς να ξέρει πώς.
Το απόγευμα οι νάνοι,
Τη βρίσκουν καταγής,
Σε φέρετρο τη βάζουν,
Και κλαίνε ολημερίς.
Σε λίγο να ’σου φτάνει,
Πρίγκιπας μορφονιός,
Φιλί στο στόμα δίνει,
Και ξυπνά ο άνθος.
Για γυναίκα του την παίρνει,
Σε τόπο μακρινό,
Το μίσος πια γλιτώνει
Τον δόλο τον κακό.
Εύη Καφούρου