Κάθε νύχτα μανταλώνω της μοναξιάς τα παραθύρια
και ψάχνω να σε βρω σε μια χαραματιά φως.
Χάνομαι σε πλάνα ονείρατα,
στους λειμώνες της λήθης,
πασχίζοντας ν’ αφουγκραστώ την ανασαιμιά σου.
Στο αστέρινο βλέμμα σου φωλιάζει η επιθυμία,
αναβλύζει πόθος από την άρμη των χειλιών σου
και κατάσαρκα φοράς την παρουσία μου.
Ήμασταν δυο πετροχελίδονα,
διαβατάρικα πουλιά στης ζωής το ακροθαλάσσι.
Για σεντόνι είχαμε ο ένας τη σκιά του άλλου,
ο κόρφος της αυγής ένα απάγκειο ευτυχίας
και τα κύματα να θυμίζουν λέξεις που χάθηκαν
στο μαϊστράλι ενός παραλοϊσμένου πάθους.
Οι φτερούγες μούσκεψαν απ’ τον πόνο, βάρυναν,
να πετάξουμε πλέον δεν μπορούμε.
Είμαστε δυο χαμοπούλια, που σέρνουν τις αναμνήσεις
πάνω στις στάχτες μιας μαραμένης ανεμώνης.
Στο αγνάντι της ψυχής κουρνιάζει η νοσταλγία,
ιριδίζει η ελπίδα στο ανήλιαγο χαμόγελό μας.
Οι ρωγμές του χρόνου κατάπιαν τον έρωτα
και στη φυγή του φεγγαριού βλασταίνει η αγάπη.
Είμαι ένας κούρος,
υπηρέτης της ματαιοδοξίας σου
κι εσύ η ασάλευτη κόρη που ολοένα κι αλαργεύει.
Μ’ ορμήνεψε η καρδιά να σε γυρέψω
στο τέλος του απείρου,
εκεί που λιποτάχτησε η λογική.
Μονάχα το περίγραμμά σου βρήκα, όχι τη θωριά σου.
Σιωπή είναι το γέλιο που γέρασε,
η βροχή που δεν άγγιξε το χώμα.
Μίλα μου λίγο να ιχνηλατήσω τη μορφή σου,
προτού η λησμονιά τη μνήμη ρυτιδώσει.