Σκελετωμένο το κορμί κείτεται σε στάση εμβρυϊκή πάνω απ’ το φουσκωτό το στρώμα, μην «ανοίξει». Ανάσα αργή λικνίζει ρυθμικά το σκέπασμα. Έχει ζωή ακόμη εκεί. Κανείς δεν ξέρει πόση και για πόσο. Το λες εσύ αυτό ζωή, με περιφρόνηση, εκείνος όμως στην άκρη της γραπώνεται. Δεν έχει κι άλλη. Κάνει ζωή το ασήμαντο αυτός που τελειώνει κι όπως το βρέφος λαχταρά της μάνας του το γάλα κι ορμάει στο στήθος της να το βυζάξει άπληστα, έτσι κι αυτός ορμάει στην ευκαιρία, για να νιώσει.
«Ποιος είσαι; Έλα κοντύτερα. Δεν βλέπω.»
«Δεν ακούω. Μίλα πιο δυνατά.»
«Μην φεύγεις… Θέλω …»
«Πεινάω. Διψάω… Πονάω.»
Γάντζοι που σε αρπάζουν οι επιθυμίες του και σε τραβολογάνε ως να συνθηκολογήσεις. Δεν έχει μέτρο και κανόνα εδώ. Όρια δεν ορίζεις. Η υπομονή κι η πειθαρχία που τα συντηρούν θέλουνε χρόνο και χρόνος δεν υπάρχει. Ματαιοπονείς τότε διαμαρτυρόμενος. Φωνάζεις δίχως να εισακούγεσαι. Οι ικεσίες και τα κλαψουρίσματά του προσπέφτουν στη δική σου λύπηση κι εσύ όπου τη λύπηση περιφρονείς και δεν την καταδέχεσαι μήτε και στον εχθρό σου, θυμώνεις και πληγώνεις. Με πόση ανακούφιση γενναιοδωρίας πληρώνεται η λύπηση! Με πόσο πόνο η λύπη!
Κι έρχεται τότε η τάξη, μια ευλογημένη καθημερινότητα, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, το χάος της ψυχής να οργανώσει, έτσι που αυτή η κατάκοιτη ζωή να γίνεται υποφερτή. Κινήσεις επαναλαμβανόμενες. Κουβέντες ίδιες, την ίδια ώρα, για τον ίδιο λόγο. Πρωί ανοίγουν, βράδι κλείνουν τα παράθυρα. Τα γεύματα σερβίρονται στην ώρα τους. Τα φάρμακα, το μέτρημα της πίεσης, το ραδιόφωνο, τα τσιγάρα και το τζόκερ, ολόκληρη ζωή εικοσιτετράωρη με τους εργάτες της, με τον μικρόκοσμο των αντικειμένων της, ζωής οδός από το κομοδίνο ως το κρεββάτι του.
Μυαλό, καρδιά, ολοζώντανα, φυλακισμένα μέσ’ στο γερασμένο σώμα αργοπεθαίνουν στη φθορά του. Έρμαια αυτά του χρόνου που ξαναγίνεται ολόκληρος, χαώδης, σαν του βρέφους. Χρόνος μονάχα του ενεστώτα, του αόριστου, με μέλλοντα μικρό, κατάληξη μοιραία. Χρόνος των ρολογιών γλιστράει στους λεπτοδείκτες, φορτώνεται με προσμονές, μικρά καθήκοντα, κρεμιέται ύστερα από την απουσία σου και αδημονεί.
«Τι ώρα είναι;… Πόσο να πήγε τώρα η ώρα;»
Του αρέσει πάντα να μιλάει όταν σε βλέπει. Δεν είναι αυτό κουβέντα, είναι αγόρευση. Ανοίγει η μνήμη του των συνειρμών τις θύρες και αναμνήσεις κατακλύζουν το δωμάτιο. Μιλάει για χρόνια παιδικά που σφράγισε η ορφάνια και η στέρηση. Για καπνοχώραφα και τον πατέρα που πελέκαγε το ξύλο μ’ επιδεξιότητα. Και για τη μάνα λέει που πέθανε μικρή, μες στη μεγάλη γρίπη, απ’ το γιατρό που λάθος έκανε διάγνωση. Για το Λενάκι λέει που τους μεγάλωσε. Για τα φουστάνια πού ’ραψαν οι αδερφάδες του απ’ τη στρατιωτική σκηνή του αλβανικού, τίμια ανταλλαγή για λίγο γάλα στο στρατιώτη απ΄τους χωριάτες. Για την Αθήνα λέει, τη δουλειά του μπουφετζή, να μένει έτσι ασπίτωτος μέσα στο μαγαζί τα βράδια, με αμοιβή του ένα κοστούμι. Για τον Εμφύλιο που πολέμησε γιατί τον «πήρανε φαντάρο». Για τους Αμπελοκήπους του 50 ιστορίες λέει, για τις μικρές τις κάμαρες που έμενε με τους συγχωριανούς και τα δυο δράμια ρύζι που μαγείρευε. Ύστερα λέει και για τον βουλευτή, το πως τους βόλευε όλους σε δουλειές του δημοσίου. Και καταλήγει πάντα για το θάνατό της να μιλά και πως την φρόντιζε και τίποτα δεν είχε καταλάβει, ώσπου πολύ αργά πια, από των άλλων τις κουβέντες σε θάλαμους ψυχρούς νοσοκομείου, τό’νιωσε πως την έχανε. Μιλάει για τον πανικό του και το τάμα. Και πάλι το χαμό της ξαναζεί. Το χρονικό του αραδιάζει με λεπτομέρεια κατάθεσης κι εσύ που κάθε μέρα το ίδιο πάντα μοιρολόι ακούς και δεν αντέχεις, κάνεις για να φύγεις.
«Αχ σταμάτα! Σταμάτα να χαρείς μ’αυτήν την ιστορία… βαρέθηκα!»
«Καλά … καλά … το σταματώ» σου λέει για να μείνεις και από λίγο ξαναρχίζει. Θυμάται τους φίλους και κάτι μακρινούς του συγγενείς. Θυμάται κι όσους ευεργέτησε και τον ξεχάσαν. Ούτε τηλέφωνο τη μέρα της γιορτής του κι απορεί. Μετά, κουράζεται. Καπνίζει και σωπαίνει. Κλείνει τα μάτια, μα δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Ο ύπνος του μια διαρκής εκ διαλειμμάτων κατάσταση. Ρηχός. Ανήσυχος. Δίχως όνειρα. Μια νάρκωση μικρή, παράδοση συνείδησης αθέλητη. Ύστερα, μάτια που επιμένουν ανοιχτά από τον τρόμο του θανάτου. Την άγρυπνη τη νύχτα οι σκέψεις ενσαρκώνονται, φωτίζουν το σκοτάδι. Ηρωικός ο εαυτός του πρωταγωνιστεί σε ιστορίες ξεχασμένες απ΄τη μέρα. Άνθρωποι απ’ το παρελθόν, ίσως και πεθαμένοι, μαζεύονται τριγύρω του, γελάνε κάνοντας γνώριμα αστεία, κερνιούνται και χορεύουνε μαζί του σε γλέντια σπιτικά με το παλιό πικ άπ και το 45 άρι δισκάκι με το ηπειρώτικο συρτό. Διαβαίνει έτσι η νύχτα σαν χαρούμενη παρέλαση από χαμένους φίλους και αγάπες, έτσι που το πρωί μια γεύση εγκατάλειψης ν’αφήνει, από την ένδοξη ζωή της φαντασίωσης. Κάθε τέτοιο ξημέρωμα η μέρα, παρηγορητική, τον πιάνει από το χέρι και με ασφάλεια τον οδηγεί να ξεχαστεί στις τελετουργικά εκτελεσμένες του συνήθειες.
Θα ’θελα μια απ’ αυτές τις νύχτες ο Ύπνος την βάρδια του ν’αλλάξει και ο δίδυμός του αδελφός, ο Θάνατος, να πάρει τα ηνία της. Η ομοιότητά τους να τον ξεγελάσει και να του παραδοθεί δίχως την αγωνία του τέλους, νομίζοντας πως η ορχήστρα της γιορτής παίζει μόνο για κείνον να χορέψει με τη ντάμα του.
Δεν θέλω εγώ αποχαιρετισμούς και τους λογαριασμούς μου στο σήμερα τελειώνω. Το χρέος της ευγνωμοσύνης μου σηκώνω δίχως άχθος. Και κήδομαι.