Κάτι απογεύματα της άνοιξης η μοναξιά
τριγυρίζει σε παραγεμισμένα τασάκια,
κάνει χάζι εφηβικά σκιρτήματα,
πίνει καφέ,
τρυπά τις σόλες της·
μια στις ασφάλτους,
μια στα ξερόχορτα.
Τη δική μου μοναξιά
τη θρέφουν τα σούρουπα.
Μπουμπουκιάζει η θλίψη
με ξαναμμένα ροδοπέταλα για μάγουλα
κι αγκάθια για βλέφαρα.
Λες κι η ομορφιά ζυγίζει σίδερα.
Σκονίζει η μέρα
καθώς μαζεύει σύνεργα·
βουλιάζει ο κόσμος
σε ποτά και θεάματα.
Μαζεύω ρετάλια δρόμους,
βλέμματα, σύθαμπα-
τραβώ τις κουρτίνες·
σβήνω τον κόσμο.
Ράβω κομμάτι κομμάτι
και φτιάχνω τον κόσμο μου.
Από το ανοιχτό του παράθυρο
εισπνέω τον νυχτερινό αέρα
κι αναπνέω μέσα- έξω
πάλι και πάλι.
Στο κατώφλι οι ίσκιοι απορούν με την πάρτη μου.